Μπροστά στα έντρομα μάτια των συγχωριανών του εκτέλεσαν στο καφενείο του χωριού του τον Ευρυβιάδη Χαραλάμπους από το Όμοδος, στις 23 Ιανουαρίου 1974, λίγο πριν τον θάνατο του Γ. Γρίβα. Θρασύδειλοι, όπως πάντα, οι εκτελεστές της ΕΟΚΑ Β΄, έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπα με κουκούλες, διέπραξαν το στυγερό έγκλημά τους με ένα τρόπο που θύμιζε τις εκτελέσεις των Ναζί και όχι ενέργειες Ελλήνων.
Ο Ευρυβιάδης Χαραλάμπους γεννήθηκε στις 27.7.1926 στο χωριό ΄Ομοδος Λεμεσού. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά του Χαράλαμπου Ευρυβιάδη και της Μαρίτσας Κακογιάννη, από το Όμοδος. Φοίτησε μόνο στο Δημοτικό Σχολείο και από πολύ νεαρή ηλικία είχε ασχοληθεί με τις γεωργικές εργασίες, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά της γενιάς του 1930 στη μικρή αγροτική Κύπρο. Στη συνέχεια εκτελούσε και χρέη οδηγού. Το 1947 παντρεύτηκε τη Μαρούλα Γεωργίου και απέκτησαν δύο αγόρια, τον Γιώργο (1951) και τον Μάριο (1956).
Έλαβε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959, σε ομάδα που είχε οργανωθεί στην περιοχή, με επικεφαλής τον Αριστοκράτη Θεοδώρου. Το 1962 εντάχθηκε στην εθελοντική Εθνοφυλακή και το 1963, κατά τα γεγονότα των διακοινοτικών ταραχών, έλαβε μέρος στη μάχη της Μαλλιάς, με επικεφαλής τον Γεώργιο Κέλπη. Το 1973 συνεργάσθηκε με διάφορες φιλομακαριακές ομάδες, μέχρι την ημέρα της δολοφονίας του.
Ο Ευρυβιάδης είχε έντονη αγωνιστική προσωπικότητα και δράση. Ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που αγαπούσαν την πατρίδα τους και πίστευαν στα υψηλά ιδανικά της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης. Με αποφασιστικότητα και τόλμη εξέφραζε τις απόψεις του και τις θέσεις του υπέρ της διακυβέρνησης Μακαρίου και εναντίον της αιματηρής δράσης της ΕΟΚΑ Β΄. Ο μεγαλύτερος από τα δύο του αγόρια, ο Γιώργος, ήταν μέλος του Εφεδρικού Σώματος.
Στις 23.1.1974, γύρω στις 7.00 μ.μ., ο Ευρυβιάδης επισκέφθηκε ένα από τα οκτώ καφενεία που βρίσκονταν στην πλατεία του χωριού του, εκείνο του συγγενή του, Νίκου Γεωργίου. Γύρω στις 9.15΄μ.μ. ακούστηκαν πυροβολισμοί που έπληξαν τον τηλεφωνικό θάλαμο του χωριού, αποκόπτοντας κάθε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Τότε οι θαμώνες των καφενείων αντελήφθησαν ομάδα 13 ατόμων, που φορούσαν βαριά στρατιωτική στολή και είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους θαμώνες των καφενείων της πλατείας Ομόδους στο καφενείο του Χαριλάου Πελοπίδα, τους διέταξαν να στραφούν προς τον τοίχο με τα χέρια ψηλά. Άφησαν ξεχωριστά τον Ευρυβιάδη στη γωνία του καφενείου. Εκεί βρίσκονταν οι τρεις από τους κουκουλοφόρους, οι οποίοι ήταν οι εκτελεστές και άλλοι τέσσερις συνεργάτες, που επέβλεπαν την εκτέλεση. Έξω από το καφενείο βρίσκονταν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, τα οποία παρακολουθούσαν τις κινήσεις στο χωριό και ήταν με το χέρι στη σκανδάλη. Κάποια στιγμή ο επικεφαλής της ομάδας στάθηκε στην καρέκλα και είπε: «Ήρθαμε για ένα προδότη». Αμέσως διέταξε τον διπλανό του να τραβήξει τη σκανδάλη.
Τουλάχιστον 22 σφαίρες ρίχτηκαν εναντίον του Ευρυβιάδη, σχεδόν εξ επαφής. Το κεφάλι και το στήθος του ήταν διάτρητα. Έντρομοι οι 50 – 60 θαμώνες παρακολούθησαν την εκτέλεση. Οι αυτόπτες μάρτυρες αρνούνταν να μιλήσουν και να δώσουν πληροφορίες για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Οι κουκουλοφόροι, φεύγοντας από το καφενείο, έριξαν αρκετούς πυροβολισμούς. Από το τμήμα βαλλιστικού ελέγχου και μετά από εξετάσεις που έγιναν, φάνηκε ότι το όπλο, με το οποίο δολοφονήθηκε ο Ευρυβιάδης, ανήκε στις ομάδες της ΕΟΚΑ Β΄ της περιοχής Πάχνας. Από πληροφορίες που δόθηκαν στην οικογένεια, η ομάδα αυτή της ΕΟΚΑ Β΄ διανυκτέρευσε στο χωριό και την επομένη μετακινήθηκε στις Κάτω Πλάτρες.
Στις 25.1.1974 δολοφονήθηκε ο Στέλιος Μαύρος, από τις Πλάτρες, στον δρόμο Κάτω Πλατρών – Φοινίου. Μετά από έρευνες της Αστυνομίας και σύμφωνα με τον βαλλιστικό έλεγχο, ο τρόπος διάπραξης του εγκλήματος (το «modus operando») ήταν ο ίδιος και στους δύο φόνους, χωρίς να αποκλείεται συνεργασία με άλλα στελέχη της ΕΟΚΑ Β΄ της περιοχής Κάτω Πλατρών.
Αυτά ήταν τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα, με θύματα γνήσιους αγωνιστές και τίμιους πολίτες. Πολλά από τα στοιχεία των δολοφονιών καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος, αλλά και αργότερα. Οι δράστες, αν και γνωστοί, παρέμειναν ασύλληπτοι, αφού τρομοκράτησαν τους αυτόπτες μάρτυρες με τη δύναμη των όπλων.