ΠΕΛΑΒΑΣ ΗΛΙΑΣ
ΠΟΛΙΤΗΣ

Διέσχισε τη μισή Κύπρο με το λεωφορείο του, τραβώντας τον δρόμο της προσφυγιάς. Μετέφερε την οικογένειά του και αρκετούς συγχωριανούς του μακριά από τους Τούρκους εισβολείς. Οι δρόμοι και η τύχη τούς οδήγησαν στο χωριό Λάνια της Επαρχίας Λεμεσού. Ο δολοφόνος όμως του έστησε καρτέρι, στις 29 Σεπτεμβρίου 1974, έξω από τη Μητρόπολη στη Λεμεσό. Εκτελέστηκε σχεδόν εξ επαφής από εοκαβητατζή, μπροστά στα έντρομα μάτια του γιου του και συγχωριανών του, απλώς και μόνο επειδή μετέφερε κόσμο με το λεωφορείο του στο συλλαλητήριο που έγινε για την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο.

Ο Ηλίας Πελαβάς γεννήθηκε στο χωριό Αργάκι, της περιοχής  Μόρφου, στις 20.7.1919. Γονείς του ήταν οι Χριστόδουλος και Τερέζα  Πελαβά,  αγρότες στο επάγγελμα, οι οποίοι είχαν ακόμη  έξι αγόρια.

Ο Πελαβάς δεν φοίτησε πολλά χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο. Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Από την τετάρτη κιόλας τάξη, αν και ήταν μόλις δέκα ετών, εγκατέλειψε το σχολείο για να δουλέψει. Αργότερα έγινε ο οδηγός που μετέφερε τους εργάτες της εταιρείας CMC. Το 1945, σε ηλικία 26 ετών, παντρεύτηκε τη Στυλιανή Τούμπα, επίσης, από το Αργάκι  Μόρφου. Μαζί έφτιαξαν  οικογένεια με έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Οι εποχές δύσκολες και οι στερήσεις αβάσταχτες. Η οικογένεια Πελαβά δεν είχε το προνόμιο της γης. Ζούσαν αποκλειστικά από το μεροκάματο του πατέρα. Γι’ αυτό και ο Ηλίας έφυγε από την εταιρεία και  έγινε επαγγελματίας οδηγός λεωφορείου. Εκτελούσε τη διαδρομή  Αργάκι -Μόρφου. Αγόρασε δικό του λεωφορείο και εξυπηρετούσε τον μαθητόκοσμο που φοιτούσε στα εκπαιδευτήρια της Μόρφου και φυσικά τους υπόλοιπους κατοίκους.

Ασκούσε ένα επάγγελμα δαπανηρό, αφού το λεωφορείο χρειαζόταν συνεχώς συντήρηση. Οι εποχές άλλαζαν, η Μόρφου μεγάλωνε, η τεχνολογία εξελισσόταν. Από το λεωφορείο του δερμάτινου παράθυρου και της ζελατίνης, ο Πελαβάς άρχισε να οδηγεί τα εξελιγμένα λεωφορεία της εποχής. Όλα αυτά με πολλές στερήσεις, αφού το επάγγελμα δεν του απέφερε κέρδη. Οι συγχωριανοί του θυμούνται ακόμα πόσες φορές τους μετέφερε δωρεάν, κατανοώντας τις δύσκολες οικονομικές καταστάσεις που περνούσαν.

Αργότερα ο Ηλίας δημιούργησε ένα συνεταιρισμό με άλλους δύο οδηγούς συγχωριανούς του, για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της περιοχής Μόρφου. Όταν, στις 14 Αυγούστου 1974, τα τουρκικά αεροπλάνα έσπερναν τον τρόμο στο χωριό, πήρε την οικογένεια του και άλλους 60 εναπομείναντες συγχωριανούς του και κατέφυγαν στα βουνά για να σωθούν. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ήταν οι τελευταίοι που εγκατέλειψαν το χωριό, αφού ο Πελαβάς δεν έφευγε χωρίς να μεταφέρει εκείνους που δεν είχαν οποιοδήποτε μέσο μετάβασης στις ελεύθερες περιοχές.

Μέχρι και την τελευταία στιγμή της αναχώρησής τους για τον δρόμο της προσφυγιάς, ο Ηλίας ρωτούσε με αγωνία μήπως έμεινε πίσω κανείς. Τα δύο από τα μικρότερα παιδιά του, τον Νίκο και τον Αντρέα, ηλικίας 17 και 18 χρονών αντίστοιχα, τους ανέβασε πάνω στην οροφή του λεωφορείου, για να χωρέσουν όλοι οι επιβάτες, οι οποίοι ήταν διπλάσιοι από τη χωρητικότητα του 30θέσιου λεωφορείου.

Το λεωφορείο πήρε τον δρόμο του ξεσπιτωμού, αφήνοντας πίσω του έναν φλεγόμενο Πενταδάκτυλο. Μετά από εισήγηση ενός επιβάτη, κατέληξαν στο χωριό Λάνια της Λεμεσού. Οι χωριανοί τους υποδέχτηκαν με πολλή αγάπη και φροντίδα. Διανυκτέρευαν στο Δημοτικό Σχολείο τις πρώτες τρεις νύχτες, ενώ αργότερα οι κάτοικοι της Λάνιας άνοιξαν τα σπίτια τους για να τους φιλοξενήσουν.

Η Κυριακή 29.9.1974 τους βρήκε στη Λάνια. Τον Ηλία τον κάλεσαν να μεταφέρει επιβάτες στη Λεμεσό, όπου πραγματοποιούνταν παγκύπριο συλλαλητήριο, με αίτημα την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο. Παρόλο που μόλις είχε επιστρέψει από τη Λευκωσία, όπου πήγε να δει το πρώτο νεογέννητο εγγονάκι του, εντούτοις δεν αρνήθηκε να εξυπηρετήσει τον κόσμο που ήθελε να μεταβεί στο συλλαλητήριο. Μαζί του πήγε και ο γιος του, Αντρέας.

Στάθμευσε το αυτοκίνητο του μπροστά στη Μητρόπολη, όπου κατέβασε τους επιβάτες. Αλλά, μετά από οδηγία του αστυνομικού φρουρού, προσπάθησε να μετακινήσει το λεωφορείο. Τότε άρχισε καταιγισμός πυροβολισμών από μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ που ήταν κρυμμένα στο κτίριο, αφού για πολύ καιρό η Μητρόπολη Λεμεσού ήταν το άντρο τους. Ο Πελαβάς συνέχισε να μετακινεί το λεωφορείο του, ενώ  οι χωριανοί τού φώναζαν να κατεβεί και να κρυφτεί. Ο Πελαβάς δεν το εγκατέλειπε.  Ενώ το λεωφορείο είχε πάρει μισή στροφή με την όπισθεν, μπροστά στα έντρομα μάτια των συγχωριανών του και του γιου του, που βρίσκονταν πέντε περίπου μέτρα μακριά, ένοπλος άντρας ακούμπησε το χέρι του στο ανοιχτό τζάμι του παραθύρου σημάδεψε και τράβηξε τη σκανδάλη από απόσταση μόλις 20 εκατοστών από το πρόσωπο του Πελαβά, δολοφονώντας τον εν ψυχρώ. Ο Πελαβάς έπεσε αιμόφυρτος, ενώ το πόδι του παρέμεινε να πατά πάνω στο πεντάλ του πετρελαίου. Το λεωφορείο ακυβέρνητο κτύπησε στον τοίχο, οι τροχοί γύριζαν επί τόπου, αφού το όχημα δεν μπορούσε να προχωρήσει και τα ελαστικά κάηκαν. Ο Πελαβάς αργότερα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε απλώς ο θάνατός του. Η κηδεία του έγινε στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου Έγκωμης (περιοχή όπου ήδη κατοικούσε η  κόρη του Μαρία ) και η ταφή στο Κοιμητήριο Έγκωμης.

Η κηδεία του κινηματογραφήθηκε και αποτέλεσε το πιο τραγικό μέρος της ταινίας του Μ. Κακογιάννη «Αττίλας ’74». Στην κηδεία του παρευρέθηκαν όλοι οι συγχωριανοί από το Αργάκι Μόρφου που συνέρρευσαν εκεί μετά την ανακοίνωση της δολοφονίας του.

Ο Ηλίας Πελαβάς ήταν το τελευταίο θύμα της ΕΟΚΑ Β’. Θυσίασε τη ζωή του στην εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του. Μετά την επιδιόρθωσή του, το λεωφορείο επιτάχτηκε από την Εθνική Φρουρά, εξασφαλίζοντας ένα εισόδημα στην οικογένεια του πεσόντος, η οποία είχε χάσει τα πάντα. Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε λεωφορείο. Ήταν η περιουσία του, ολόκληρη η ζωή του Ηλία Πελαβά. Ήταν ό,τι του απέμεινε από την προσφυγιά. Ήταν αυτό που έσωσε τη ζωή τόσων συγχωριανών του τη μέρα της μεγάλης τους «εξόδου» από τις πατρογονικές τους εστίες. Ήταν η ελπίδα για μια νέα ζωή, για ένα νέο ξεκίνημα…

Εικοσιτρία χρόνια μετά από τον τραγικό του θάνατο, την 1η του Οκτώβρη το 1997, ο Δήμος Έγκωμης σε σεμνή τελετή έκανε τα αποκαλυπτήρια της οδού Ηλία Πελαβά. Τα αποκαλυπτήρια τέλεσε ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, Σπύρος Κυπριανού. Ο Ηλίας  Πελαβάς, οδηγός λεωφορείου από το Αργάκι Μόρφου, έδωσε το όνομά του σε μια οδό, λες και η μοίρα τον θέλει εκεί, σύμβολο του δρομολογίου της ζωής και της θυσίας.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: 29.9.74 ΛΕΜΕΣΟΣ