Η αντιστασιακή του δράση άρχισε από το 1971. Επανειλημμένως δεχόταν απειλές κατά της ζωής του, γι΄ αυτό και μετακόμιζε συχνά με την οικογένειά του, η οποία ζούσε συνεχώς με τον τρόμο της απώλειάς του. Τραυματίστηκε στον χώρο του Αρχηγείου Αστυνομίας το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974. Πάλεψε γενναία με τον θάνατο για 22 μέρες, ωσότου αφήσει τελικά την τελευταία του πνοή στους διαδρόμους του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου, αν και τραυματίας, τελούσε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες κράτησης.
Καταγόταν από την Καλλέπεια της Πάφου από πολυμελή οικογένεια με έντεκα παιδιά. Γεννήθηκε στις 17.8.1946. Ήταν νυμφευμένος με την Αναστασία Αυγουστή, από τις 5.5.1968 και απέκτησαν δύο παιδιά, την Έφη (1970) και τον Στέλιο (1972). Το 1966 προσλήφθηκε στην Αστυνομία ως ειδικός αστυνομικός και υπηρετούσε ως φύλακας στον Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό Μονής, ενώ το 1973-1974 αποσπάστηκε στο Εφεδρικό Σώμα, υπερασπιζόμενος τον Πρόεδρο Μακάριο. Απεβίωσε με το βαθμό του αστυφύλακα. Τραυματίστηκε στον χώρο του Αρχηγείου της Αστυνομίας κατά το πραξικόπημα στις 15.7.1974 και εξέπνευσε στις 6.8.1974.
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης συμμετείχε τον τελευταίο μήνα πριν το πραξικόπημα σε έρευνες και επιχειρήσεις που διεξήγαγε η Αστυνομία στην Αμμόχωστο και τη Λάρνακα. Τη συγκεκριμένη μέρα του πραξικοπήματος μετέβη στη Λευκωσία, μαζί με συνάδελφό του, όπου μετέφεραν ένα κρατούμενο στις Κεντρικές Φυλακές.
Στη συνέχεια σταμάτησαν για ανεφοδιασμό καυσίμων στο Αρχηγείο της Αστυνομίας, όπου και τους επιτέθηκαν οι πραξικοπηματίες. Ο Ανδρέας, τραυματισμένος στην κοιλιακή χώρα, σύρθηκε από το αυτοκίνητο σε παρακείμενο χαντάκι, όπου μόνος του έδεσε με το πουκάμισό του την πληγή του και παρέμεινε εκεί να αιμορραγεί από τις 8.20 π.μ. μέχρι τις 11.00 π.μ. που μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Η σύζυγος και τα παιδιά του έμαθαν τυχαία ότι ο Ανδρέας βρισκόταν στη Λευκωσία κατά την εκδήλωση του πραξικοπήματος και στις συγκρούσεις, αλλά αγνοούσαν την τύχη του μέχρι και την Τετάρτη 17.8.1974, όταν πια πληροφορήθηκαν για τον τραυματισμό του και τη μεταφορά του στο Νοσοκομείο.
Όταν μετέβη η σύζυγός του στο Νοσοκομείο δεν της επιτράπηκε να τον δει, αφού τον φρουρούσαν ως κρατούμενο οι πραξικοπηματίες. Το Σάββατο και με την τουρκική εισβολή η Αναστασία Μιχαηλίδου μετέβη στο Νοσοκομείο ως αιμοδότρια, με σκοπό να συναντήσει τον σύζυγό της. Η συνάντηση έγινε υπό την απειλή των όπλων.
Ο Μιχαηλίδης βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάτωμα ενός διαδρόμου και όπως πληροφόρησε τη γυναίκα του χειρουργήθηκε, αλλά χωρίς ακτινογραφίες και την απαραίτητη φροντίδα. Η Αναστασία ζήτησε συνάντηση με τον οκταήμερο «Υπουργό» Νεοκλέους, αφού ο πατέρας του «Υπουργού» ήταν ο νονός του Ανδρέα. Δεν τη δέχτηκε.
Την Πέμπτη 25.7.1974 ο Μιχαηλίδης πήρε εξιτήριο από το Νοσοκομείο και φαινόταν να είχε αποφύγει τον κίνδυνο. Αλλά δυστυχώς το θραύσμα που παρέμεινε μέσα του και την ύπαρξή του οποίου αγνοούσαν οι γιατγροί, αφού δεν του έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις, του προκάλεσε εσωτερική αιμορραγία. Για δεύτερη φορά χειρουργήθηκε την Κυριακή 28.71974, οπότε και του αφαιρέθηκε το θραύσμα. Για οκτώ μέρες ο Μιχαηλίδης ανάρρωνε φυσιολογικά και ανέμενε τη μέρα που θα πήγαινε στα παιδιά του.
Στις 5.7.1974 ξαφνικά κι ενώ συνομιλούσε με τη σύζυγό του γύρω στις 10.00 το πρωί μπήκαν στο δωμάτιο ο χειρούργος Ξηρός μαζί με τον ελλαδίτη αξιωματικό Ντάνο και την παρότρυναν να βγει από το δωμάτιο για μια «εξέταση», όπου βίαια του αφαιρέθηκαν οι οροί και η ιατρική στήριξη, όπως την πληροφόρησε ο Ανδρέας. Μέχρι το απόγευμα, στις 7.00 περίπου, την ειδοποίησαν ότι ο Ανδρέας έπεσε σε κώμα. Μάταια προσπαθούσαν να την καθησυχάσουν… Ο Ανδρέας παραληρούσε. Η σκέψη του ήταν συνεχώς στα παιδιά του «να τα πάρει βόλτα, πριν νυχτώσει…», έλεγε και ξανάλεγε. Οι γιατροί έκαναν την ύστατη προσπάθεια με μια τρίτη χειρουργική επέμβαση. Ο Ανδρέας δεν άντεξε και απεβίωσε στο τέλος της εγχείρισης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τραγικός αυτός επίλογος άρχισε να γράφεται από πολύ νωρίτερα, αφού κατά τη σύλληψη στη Λεμεσό του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Β΄, του Σταύρου Σταύρου Σύρου, ανάμεσα σε κατασχεθέντα έγγραφα, βρέθηκε και σχέδιο για την ανατίναξη του αυτοκινήτου του Α. Μιχαηλίδη, με αριθμό εγγραφής CJ 51, «έξωθεν της οικίας του». Αυτό ώθησε τον Μιχαηλίδη, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει την οικογένειά του, να μετακομίσουν στη Λευκωσία, όπου μετακινούνταν συνεχώς σε διάφορα ενοικιαζόμενα σπίτια.
Πρώτα στη Λακατάμια, όπου όμως εντοπίστηκαν και παρακολουθούνταν από εοκαβητατζήδες, και έπειτα στη λεωφόρο Αθαλάσσας όπου εντοπίστηκαν ξανά μετά τη σύλληψη του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε κοντινό σπίτι. Τελικά την ημέρα του πραξικοπήματος ο Ανδρέας Μιχαηλίδης αποτέλεσε στόχο των πραξικοπηματιών, στη γενικότερη επίθεση που είχαν εξαπολύσει για κατάληψη της εξουσίας. Ο Ανδρέας αντιστάθηκε, πολέμησε και έπεσε, μένοντας πιστός μέχρι τέλους στο καθήκον.