ΜΙΣΙΑΟΥΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΠΟΛΙΤΗΣ

Πέντε μέρες χαροπάλευε ο Κώστας Μισιαούλης μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες κράτησης στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ο νεαρός εργαζόμενος ήταν στο στόχαστρο των εκτελεστών της ΕΟΚΑ Β΄, οι οποίοι μόλις βρήκαν την ευκαιρία πάτησαν τη σκανδάλη. Η μοχθηρία των εγκληματιών ήταν χωρίς όρια, καθόσον έβαλαν τους συντρόφους του να γλείψουν το αίμα του!

Γεννήθηκε στις 29.5.1950 στον Άγιο Επιφάνιο Ορεινής. Οι γονείς του, Ανδρέας και Άννα, είχαν άλλα έξι παιδιά. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες της οικογένειάς του τον ανάγκασαν να φοιτήσει μόνο  στο Δημοτικό Σχολείο. Από μικρός εργαζόταν ως μηχανοτεχνίτης. Από πολύ νεαρή ηλικία ήταν μέλος του ΑΚΕΛ. Θείος του ήταν ο Κώστας Μισιαούλης που δολοφονήθηκε από την Τ.Μ.Τ. τον Απρίλη του 1965, μαζί με τον τουρκοκύπριο ΑΚΕΛιστή, συναγωνιστή και φίλο του, τον Ντερβίς Αλή  Καβάζογλου. Στις 23.9.1973 παντρεύτηκε τη Χρυστάλλα  Σταυρινού, από το Τσέρι, όπου και ζούσαν μέχρι τη μέρα της δολοφονίας του.

Από τη Δευτέρα 15.7.1974 που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα μέχρι και την Τετάρτη, ο Κώστας Μισιαούλης βρισκόταν στη δουλειά του, χωρίς να μετακινηθεί καθόλου, αφού υπήρχε «κατ’ οίκον περιορισμός». Στις 17.7.1974, μέρα Τετάρτη, επέστρεψε στο σπίτι του. Γύρω στις 10.45΄ το βράδυ ομάδα ενόπλων, με τη συνοδεία νεαρού συγχωριανού τους, κτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους. Όταν το νεαρό ζευγάρι άνοιξε, τους είπαν ότι ήθελαν τον Κώστα για λίγο και ότι θα επέστρεφαν σύντομα. Μάλιστα, κάποιος από την ομάδα είχε υπηρετήσει με τον Κώστα στον στρατό και απευθυνόμενος προς τη γυναίκα του Κώστα, της είπε «μη φοβάσαι, θα είναι υπό την ευθύνη μου…». Όταν η σύζυγος ρώτησε ποιος είναι ο λόγος της σύλληψης, της απάντησαν ότι είχαν υποψίες ότι ο Κώστας είχε στην κατοχή του όπλα κι ότι, αν αυτό δεν επιβεβαιωθεί, θα επιστρέψει σύντομα. Από το παράθυρο της κουζίνας της η Χρυστάλλα άκουγε τι συνέβαινε στο οίκημα του ΘΟΙ Τσερίου, όπου είχαν συγκεντρώσει όλους τους κρατουμένους. Πυροβολισμοί, εκφοβισμοί, βρισίδι, συνθήματα και άλλες μέθοδοι είχαν επιστρατευθεί από τους εοκαβητατζήδες, για να τρομοκρατήσουν τους συλληφθέντες αριστερούς και άλλους δημοκρατικούς πολίτες.

Στη συνέχεια φόρτωσαν τους συλληφθέντες σε αυτοκίνητα και, αφού απομακρύνθηκαν μισό  περίπου μίλι έξω από το χωριό, σταμάτησαν. Εκεί, σύμφωνα με μαρτυρίες όσων βρίσκονταν μαζί του, κατέβασαν τρία άτομα, ανάμεσά τους και τον Κώστα. Τους απειλούσαν ότι θα ανοίξουν εκεί τους τάφους τους. Σε μια στιγμή έντονου παροξυσμού εοκαβητατζής έριξε μια ριπή που πλήγωσε τον Κώστα στην κοιλιακή χώρα. Την ώρα που αιμόφυρτος ο Κώστας κείτονταν με φρικτούς πόνους στο χώμα χαροπαλεύοντας, οι ένοπλοι εοκαβητατζήδες ανάγκαζαν τους συντρόφους του να γλείψουν από το αίμα του πληγωμένου, όπως δήλωσε στην κατάθεσή του ο Τάκης Καμπούρης.

Στη συνέχεια μετέφεραν τον βαριά πληγωμένο Κώστα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Η γυναίκα του, Χρυστάλλα, ειδοποιήθηκε κρυφά από γνωστή της νοσοκόμα ότι ο Κώστας είναι βαριά πληγωμένος και χρειάζεται αίμα. Αμέσως μετέβη εκεί ολόκληρη η οικογένεια, αλλά δεν τους επέτρεψαν οι πραξικοπηματίες που είχαν την εποπτεία του Νοσοκομείου να προχωρήσουν. Μόνο η Χρυστάλλα είχε ξεφύγει από την επιτήρησή τους και μετά από πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να δώσει αίμα, χωρίς βέβαια να ξέρουν για ποιον ήταν το αίμα και φυσικά χωρίς να τον δει. Δεν τους επιτράπηκε ούτε τις επόμενες μέρες να πλησιάσουν το Νοσοκομείο και μόνο την Κυριακή το μεσημέρι με τη βοήθεια κάποιου φίλου αστυνομικού κατόρθωσε η Χριστάλλα λαθραία να συναντήσει τον Κώστα. Προσπαθούσε να τον καθησυχάσει, να του πει ότι ήταν κατά λάθος, ότι τους υποσχέθηκαν ότι θα τον στείλουν στο εξωτερικό να θεραπευτεί… Εξαντλημένος και με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να της μιλήσει και το μόνο που μπόρεσε να της πει ήταν ότι οι πυροβολισμοί  που δέχτηκε ήταν σκόπιμοι. Οι γιατροί που μπήκαν στο δωμάτιο,  για να αλλάξουν τις πληγές, τους διέκοψαν  και δεν τους επέτρεψαν να συνεχίσουν άλλο. Την επόμενη μέρα, Δευτέρα 22.7.1974, ο Κώστας Μισιαούλης άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε φρικτούς πόνους. Δεν έγινε νεκροψία ή οποιαδήποτε άλλη εξέταση.

Η οικογένεια πληροφορήθηκε το τραγικό συμβάν  πολύ αργότερα, αφού το κοινοτικό τηλέφωνο το έλεγχαν και το απαντούσαν στο ΘΟΙ οι πραξικοπηματίες, οι οποίοι διαβεβαίωναν τον νοσοκόμο που τηλεφωνούσε ότι θα διαβιβάσουν την πληροφορία στην οικογένειά του, πράγμα που δεν έπραξαν ποτέ. Κάποιος συγγενής μετέβη τότε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και με αγώνα ολόκληρο κατάφερε να αποσπάσει τον νεκρό από τα χέρια τους. Ο τάφος του Κώστα Μισιαούλη βρίσκεται στο Τσέρι. Στην κηδεία του παρευρέθηκε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, παρά την τρομοκρατία και τη βία που ασκούσαν οι πραξικοπηματίες εκείνες τις μέρες. Στις 2.8.1974 η γυναίκα του θύματος κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία Λευκωσίας, η οποία πήρε καταθέσεις  από μερικά πρόσωπα. Τον ίδιο μήνα έγινε επιτόπου εξέταση από άνδρες του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων. Μετά από τις έρευνες της Αστυνομίας  καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον του Αντώνη Βασιλείου Αντωνά, από το Τσέρι, ο οποίος διέφυγε στις 7.9.1974 στην Ελλάδα, όπου, σύμφωνα με πληροφορίες, διαμένει μέχρι σήμερα.

Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας βρήκε τον κατηγορούμενο Γεώργιο Γιάννη Ρωσσίδη από τη Λευκωσία ένοχο ανθρωποκτονίας του Κώστα Ανδρέα Μισιαούλη και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 χρόνων. Ο δε Σωτήρης  Δημητριάδης από τη Ψημολόφου καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση για εγκληματικές πράξεις κατά την ίδια περίοδο.

Η κατάθεση στο δικαστήριο του Τάκη Καμπούρη ότι «ένοπλοι με ανάγκασαν να σκύψω και να γλύψω το αίμα του Μισιαούλη» έδωσε την έμπνευση στον ποιητή Άντη Κανάκη για τους ακόλουθους στίχους:

Σύντροφε,

Με βάλανε το αίμα σου να γλύψω

Νομίζοντας  πως θα υποκύψω

και θα ταπεινωθώ

Μα  ΄γω όλο το ΄γλυψα

και το κατάπια

Δεν τους άφησα σταγόνα.

Στις φλέβες μου κυλά

το δικό σου αίμα.

(Από την ποιητική συλλογή με τίτλο «Το καράβ»ι, 1979).

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: 17.7.1974 ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΤΗΚΕ, ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΣΤΙΣ 22.7.1974 ΣΤΟ ΓΕΝ. ΝΟΣΟΚ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ