Η σορός του βρέθηκε διάτρητη από σφαίρες δίπλα στο αυτοκίνητό του, στις 25 Ιανουαρίου 1974. Οι δολοφόνοι δεν σεβάστηκαν την προσφορά του Στέλιου Μαύρου στον Αγώνα του 1955-1959, ούτε τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και όσες ταπεινώσεις είχε υποστεί πολεμώντας τους Άγγλους.
Ήταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά της Αντωνίας και του Κώστα Μαύρου. Γεννήθηκε στις 4.5.1916 στον Ύψωνα. Παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, μόλις τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο στον Ύψωνα, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Λεμεσό για να δουλέψει. Εκεί εργαζόταν κοντά σε κάποιον ψωμά και αυτή η δουλειά έμελλε να γίνει το επάγγελμά του ως το τέλος της ζωής του. Στη Λεμεσό έμεινε γύρω στα πέντε χρόνια. Έφυγε αργότερα για να εργαστεί σε φούρνο στις Πλάτρες. Εκεί παντρεύτηκε το 1942 την Ελένη Αθάνατου, με την οποία απέκτησαν ένα παιδί, τη Μάρω. Άνοιξε δικό του φούρνο και ζούσε μια ήσυχη ζωή. Το 1947 οι οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να εργαστεί για ένα χρόνο σε λατομείο στον Ύψωνα.
Η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τον βρήκε στις Πλάτρες. Ο Στέλιος Μαύρος ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που ήξεραν να αγαπούν την πατρίδα τους με ανιδιοτέλεια και αφοσίωση. Ο νεαρός τότε ψωμάς είχε οράματα για τον τόπο του. Ήθελε και αγωνιζόταν για πρόοδο και ευημερία. Με βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης διέκρινε αμέσως το συλλογικό συμφέρον, χωρίς να παρασύρεται από συνθήματα. Προσωπικότητα ξεχωριστή και αξιοπρόσεχτη με έντονη αγωνιστικότητα και κύρος, δεν περνούσε απαρατήρητος. Μυήθηκε στον Αγώνα το 1954 από τον Γρηγόρη Αυξεντίου, ο οποίος είχε μεταβεί στις Πλάτρες να πουλήσει υφάσματα, ψάχνοντας ταυτόχρονα για άτομα, τα οποία θα στελέχωναν την ΕΟΚΑ. Μαζί με τον Δήμο Ηροδότου από το Φοινί και τον Χαράλαμπο Κυπριανού από την Κοίλη, που εργάζονταν τότε στις Πλάτρες, έδωσαν τον όρκο του Αγώνα στον ίδιο τον Αυξεντίου.
Δύο φορές ο Στέλιος Μαύρος είχε μεταφέρει στους ώμους του τον Γ. Γρίβα, ο οποίος ασθενούσε μέσα σε κρησφύγετα, τα οποία βρίσκονταν σε δύσβατες περιοχές. Ο Στέλιος Μαύρος λόγω της σωματικής του διάπλασης και της άριστης γνώσης της περιοχής του, είχε αναλάβει τη μεταφορά του Γ. Γρίβα στον γιατρό, σώζοντάς του τη ζωή, αφού τη μια φορά είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και σε αφαίρεση της σκωληκοειδίτιδας. Ο Αυξεντίου είχε το κρησφύγετο του στη Ζωοπηγή. Οι συναντήσεις γίνονταν στο ξωκλήσι της Σαμαρτζιώτισσας. Ο Στέλιος, κάτω από τις προσωπικές οδηγίες του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, έλαβε μέρος σε αρκετές ριψοκίνδυνες αποστολές, όπως τοποθέτηση βομβών σε στρατώνα των Άγγλων, τοποθέτηση βόμβας στο ελικοδρόμιο που προσγειωνόταν το ελικόπτερο του Κυβερνήτη Χάρντινγκ, κι αυτά σε συνεργασία με τον Δήμο Ηροδότου. Δυστυχώς, η βόμβα ανευρέθη από τον ιδιοκτήτη του περιβολιού, όπου είχε τοποθετηθεί και εκείνος την παρέδωσε στους Άγγλους.
Στις 25 Ιανουαρίου του 1957 οι Άγγλοι δολοφόνησαν τον σύντροφό του, Δήμο Ηροδότου. Ο Στέλιος Μαύρος δύο μέρες αργότερα, στις 27.1.1957, μετά από προδοσία συλλήφθηκε και μεταφέρθηκε στα κρατητήρια Πλατρών, όπου βασανίστηκε φρικτά. Σε λίγες μέρες οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού και στη συνέχεια στο Δικαστήριο με την κατηγορία της μεταφοράς και τοποθέτησης βομβών στον στρατώνα των Άγγλων στις Πλάτρες, καθώς και της τοποθέτησης βόμβας για ανατίναξη του ελικοπτέρου του Κυβερνήτη Χαρντινγκ. Καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή του το 1959 συλλήφθηκε στο «ανθρωπομάζωμα» και μεταφέρθηκε στα κρατητήρια της Ομορφίτας, μετά στην Πύλα, στο Πολέμι και τέλος στην Κοκκινοτριμιθιά, απ΄ όπου απολύθηκε μαζί με όλους τους κρατούμενους με την Ανεξαρτησία της Κύπρου.
Το 1963, μόλις άρχισαν οι διακοινοτικές ταραχές, βρέθηκε και πάλι στις επάλξεις. Ίδρυσε λόχο στην περιοχή των Πλατρών, για να βοηθήσει τις νόμιμες δυνάμεις του κράτους στην προάσπιση της ακεραιότητας της Κύπρου.
Αργότερα, όταν η φασιστική Χούντα των Αθηνών ίδρυσε μαζί με τον Γ. Γρίβα την ΕΟΚΑ Β’, με σκοπό να ανατρέψουν τον λαοφιλή Πρόεδρο Μακάριο, έτρεξε από τους πρώτους και συνεργάστηκε με τις δυνάμεις της Δημοκρατίας εναντίον της παρανομίας. Βοήθησε τους άνδρες της Προεδρικής Φρουράς και του Εφεδρικού Σώματος εναντίον της παράνομης ΕΟΚΑ Β’, που δρούσε στην περιοχή Πλατρών, από το 1972 έως της αρχές του 1974. Δεν ενέδωσε στις επανειλημμένες απειλές των παρανόμων της ΕΟΚΑ Β΄.
Παρόλο που τον είχαν ήδη προσεγγίσει μέλη της ΕΟΚΑ Β΄, ζητώντας να συνταχθεί μαζί τους εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των οπαδών του, ο Στέλιος Μαύρος έλεγε επίμονα «όχι» στις πιέσεις που του ασκούσαν κάποιοι πρώην συναγωνιστές. Χαρακτηριστική ήταν η απάντησή του: «Δεν αφήνω τον δρόμο για να πιάσω το μονοπάτι!». Με σίγουρα βήματα και σταθερά βάδισε στον δρόμο της δικαίωσης. Ακόμα και είκοσι μέρες πριν τη δολοφονία του, δέχτηκε την επίσκεψη στελεχών της ΕΟΚΑ Β΄ που επίμονα πίεζαν για τη μύησή του στην παράνομη οργάνωση, σύμφωνα με μαρτυρία της κόρης του, Μάρως.
Οι φίλοι τον πίεζαν να λάβει μέτρα προφύλαξης. Η σύζυγός του, η κόρη του Μάρω και ο γαμπρός του, Νίκος Κουκουλής, που διέμεναν στη Λευκωσία, τον παρακαλούσαν να μεταβεί στο σπίτι τους και να φιλοξενηθεί εκεί, μέχρι να καταλαγιάσει η ένταση και ο φανατισμός εναντίον των υποστηρικτών του Μακαρίου, εκείνος όμως αρνήθηκε.
Ο Στέλιος Μαύρος δολοφονήθηκε, άνανδρα από την ΕΟΚΑ Β΄στις 25 Ιανουαρίου 1974. Είχε μεταβεί στο γειτονικό χωριό Φοινί με το αυτοκίνητό του, για να διανείμει ψωμιά. Μαζί του είχε και τον εξάχρονο Ρόδο Ανδρέου από τις Πλάτρες, τον οποίο μετέφερε στο Φοινί για κούρεμα, καθώς και τον Γεώργιο Νικολάου από το Φοινί, υπάλληλο ξενοδοχείου στις Κάτω Πλάτρες, τον οποίο πρόθυμα ο Μαύρος μετέφερε στη δουλειά. Σύμφωνα με τους δύο αυτόπτες μάρτυρες, το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε από τρεις κουκουλοφόρους που βρίσκονταν στη μέση του δρόμου, κρατώντας αυτόματα τύπου καλασνίκωφ. Αφού διέταξαν τον Νικολάου να απομακρυνθεί με τον μικρό Ρόδο σε σημείο όπου δε μπορούσαν να δουν τίποτα, κράτησαν τον Μαύρο. Σε 10-15 λεπτά ακούστηκαν ριπές. Ο Στέλιος Μαύρος έπεφτε νεκρός στις 3.30΄ μ.μ. Η σορός του βρέθηκε διάτρητη από σφαίρες δίπλα στο αυτοκίνητό του, στη γη των νεανικών του αγώνων.