Η ενέδρα των κύκλων της ανωμαλίας και του φασισμού διέκοψε βίαια την περιπετειώδη πολιτική και πολιτιστική δράση του ακαταπόνητου διανοούμενου και δημοκράτη αγωνιστή Δ. Λοΐζου, στελέχους της ΕΔΕΚ και της ΕΔΕΝ. Από τα φονικά πυρά σε ενέδρα που είχε στηθεί από αμετανόητα στοιχεία της ΕΟΚΑ Β’ στις 30 Αυγούστου 1974, σκοτώθηκε ο Δώρος Λοΐζου, όπως επίσης και ο δημοκρατικός πολίτης, Χρυσήλιος Μαυρομμάτης, ο οποίος βρέθηκε τυχαία στον τόπο του εγκλήματος.
Ο Δώρος Λοΐζου γεννήθηκε στη Λευκωσία, στις 23 Φεβρουαρίου 1944. Άρχισε τη φοίτησή του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, όταν ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ του 1955-1959. Ο Δώρος Λοΐζου συμμετείχε σε διαδηλώσεις, κατά τις οποίες πολλές φορές σημειώνονταν συγκρούσεις με την αποικιοκρατική Αστυνομία. Σε μια αυτές συνελήφθη και ο ίδιος. Στη τρίτη τάξη του Γυμνασίου έγινε ενεργό μέλος της ΕΟΚΑ, διανέμοντας φυλλάδια και προκηρύξεις, αναγράφοντας συνθήματα στους τοίχους, με όλους τους κινδύνους που περιέκλειε αυτή η παράνομη δραστηριότητα.
Μετά την Ανεξαρτησία το 1960 και την αποφοίτησή του άρχισε να ασχολείται με τη συγγραφή και το θέατρο. Πρόλαβε μάλιστα να παίξει σε δύο έργα του Λαϊκού Θεάτρου Λευκωσίας (στον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» και στους «Καλικάντζαρους» του Γ. Θεοτοκά), προτού ξεσπάσουν οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-1964. Τότε ο Δ. Λοΐζου κατατάγηκε στον στρατό εθελοντικά. Λίγο αργότερα υπηρέτησε την κανονική του θητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας έδωσε εξετάσεις και εξασφάλισε θέση στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων της Ρόδου. Εκεί φοίτησε για δύο χρόνια, 1966-1968, και έδειξε την επαναστατική του φύση, όταν ξεσήκωσε τους φοιτητές, για να διαμαρτυρηθούν για τις συνθήκες ζωής στο οικοτροφείο, οι οποίες θύμιζαν στρατώνα. Αυτό το γεγονός, μαζί με άλλες ενέργειές του (σε μια εθνική εορτή σκέπασε τη φωτογραφία του βασιλιά με την ελληνική σημαία και άκουγε απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη) οδήγησαν σε εκδίωξή του από τη Σχολή, είκοσι μέρες προτού παρακαθήσει στις τελικές εξετάσεις.
Μετά την επιστροφή στην Κύπρο, πρωτοστάτησε, μαζί με άλλους, στην ίδρυση του Παγκύπριου Καλλιτεχνικού και Λογοτεχνικού Ομίλου Νέων, μέσω του οποίου διοργανώθηκαν εκδηλώσεις, ενώ λειτούργησε και μπουάτ. Ο Δ. Λοΐζου ήθελε να πλατύνει ακόμη περισσότερο τους ορίζοντές του, γι’ αυτό αποφάσισε να μεταβεί στη Νέα Υόρκη, για συνέχιση των σπουδών του στα ξενοδοχειακά. Σε διάστημα έξι μηνών όμως συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν τον ικανοποιούσε. Η ανήσυχη ψυχή του τον οδήγησε στο Hellenic College της Βοστόνης, από όπου αποφοίτησε το 1972 με πτυχίο Β.Α. Ιστορίας, με τιμές. Είχε διακριθεί στις σπουδές του, γι’ αυτό εξάλλου κέρδιζε υποτροφίες σε όλα τα έτη. Στη διάρκεια των σπουδών του ο Δ. Λοΐζου δεν περιορίστηκε στη μελέτη και στις εξετάσεις, αλλά ανέπτυσσε πολλές άλλες δραστηριότητες.
Το 1971 διοργάνωσε σεμινάριο για τη νεοελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Παράλληλα, σκηνοθέτησε το έργο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» του Νίκου Καζαντζάκη, στο οποίο έπαιξε ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Κατά τις θερινές διακοπές εργαζόταν στην εφημερίδα «Ελληνοαμερικανός», ενώ για ένα χρόνο ήταν εκδότης της εφημερίδας του Κολεγίου. Η έντονη δράση τον ανέδειξε στην πρώτη γραμμή του Φοιτητικού Κινήματος. Οι συνάδελφοί του εκτίμησαν τις ικανότητες του, την αφοσίωσή του και τον εξέλεξαν πρόεδρο του Φοιτητικού Σώματος του Κολεγίου. Τον Οκτώβριο του 1971 επισημοποίησε τη σχέση του με την αμερικανίδα σύντροφό του, τη Βαρβάρα, η οποία έζησε ακόμη και τον θάνατό του.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Κύπρο το 1972, εντάχθηκε στην ΕΔΕΚ, στην οποία σύντομα αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος. Εκλέχθηκε οργανωτικός γραμματέας της ΕΔΕΝ και ανέλαβε διευθυντής του εκφραστικού οργάνου της οργάνωσης, της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Έκφραση». Αφιέρωσε όλο του τον χρόνο στην επέκταση της οργάνωσης, με εξορμήσεις στην ύπαιθρο, ενώ παράλληλα ήταν ψυχή στην πραγματοποίηση πολιτικών διαλέξεων και άλλων εκδηλώσεων. Δεν αμέλησε βέβαια και την έφεσή του για το θέατρο. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση θεατρικής ομάδας στην ΕΔΕΝ. Αφού υιοθέτησε ο ίδιος το μονοτονικό σύστημα γραφής (με βάση το σύστημα του λογοτέχνη Μεσεμβρινού) κατέθεσε εισήγηση στο συνέδριο της ΕΔΕΚ, το οποίο αποφάσισε να χρησιμοποιεί το μονοτονικό σε όλα τα κείμενα της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος.
Η ποίηση αποτέλεσε για τον Δώρο Λοΐζου μέσο αυτοέκφρασης ήδη από τα μαθητικά και τα νεανικά του χρόνια. Συγκέντρωνε συστηματικά διάφορα ρητά. Μελετούσε και έγραφε ποίηση. Δοκίμασε τις δυνατότητές του στη δραματουργία, συγγράφοντας μερικά μονόπρακτα «πούναι συνομιλίες με τον εαυτό του σ’ ένα κλίμα αυτοειρωνείας και παραλόγου, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα» (Νικολαΐδης, 1974, σελ. 11). Κατά τη διάρκεια των σπουδών στη Ρόδο εκδηλώθηκαν στα γραφόμενά του οι μεταφυσικές και ιδεολογικές του αναζητήσεις. Αποστασιοποιήθηκε με τον δικό του τρόπο από τις έννοιες «Θεός» και «πατρίδα», θεωρώντας τις ξεπερασμένες. «Και εσύ, Κύριε, που δεν καταφέρνεις να μας πείσεις», αναφέρει σε ένα από τα γραφτά του (ό.π., σελ. 124). Και σ’ ένα άλλο: «Ό,τι ονειρευτήκαμε έγινε βροχή και ρουφήχτηκε, όπως η ιδέα που είπαμε πατρίδα. Είμαστε οι αιώνια απάτριδες. Οι τελευταίοι οπαδοί του ονείρου» (ό.π., σελ. 130).
Είναι ενδεικτικό επίσης το γεγονός ότι διαλογίζεται συνεχώς με τον θάνατο. Στα Γραψίματα του καλοκαιριού του 1967, ομολογεί ότι «… Κι οι ποιητές να γράφουν πρέπει διαρκώς γιατί άξαφνα πεθαίνουν» (ό.π., σελ. 128). Έγραψε επίσης τέσσερα τραγούδια, στα οποία εκφράζεται με ειρωνικό τρόπο προς τους Αμερικανούς για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επρόκειτο να τις γνωρίσει ιδίοις όμμασι, διαπιστώνοντας ότι «Δεν υπάρχει ελευθερία / μέσα σ’ αυτά τα τετράγωνα» (ό.π., σελ. 14). Αυτό προκάλεσε στον αγωνιστή ποιητή μια πνευματική κατάπτωση, τάσεις εσωστρέφειας, τις οποίες όμως σύντομα ξεπέρασε, ιδιαίτερα μετά την εγκατάστασή του στη Βοστόνη, όπου άρχισε σπουδές σε τομέα που τον ενδιέφερε καταφανώς περισσότερο από ό,τι τα ξενοδοχειακά. Οι αναλυτές του έργου του επισημαίνουν ότι σε αυτή την περίοδο επήλθε η ποιητική του ωρίμανση, αφού η ποίηση αποτέλεσε καθημερινή πράξη για τον Δώρο Λοΐζου, ο οποίος πίστευε πραγματικά στη δύναμη του ποιητικού λόγου και στην αποστολή του ποιητή ως διανοούμενου (ό.π., σελ. 16). Αυτό εκφράζεται έντονα μέσα από το ακόλουθο εξάστιχο: «Ένας ποιητής κινείται ανάμεσά μας. / Προσοχή!/ Όπου κι αν τον συναντήσετε / πυροβολήστε / χωρίς προειδοποίηση. / Είναι επικίνδυνος!» (ό.π., σελ. 71).
Η ποίηση του Δώρου Λοΐζου είναι συνταυτισμένη με την ιδεολογική και πολιτική στράτευση. Οι στίχοι του αποτελούν τα όπλα του στον αγώνα για ψωμί και ελευθερία. Η ιδέα αυτή προσλαμβάνει μια διεθνιστική διάσταση στα ποιήματα του Δώρου Λοΐζου. Αυτό εκδηλώθηκε και με την προσπάθειά του να μεταφράσει ξένους ποιητές, επαναστάτες Λατινοαμερικανούς, ακόμη και Ιάπωνες. Από τις ΗΠΑ άρχισε να στέλλει ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά της Κύπρου. Συνεργάστηκε στην έκδοση ανθολογίας Ελλήνων ποιητών της Νέας Υόρκης, ενώ δικά του ποιήματα συμπεριελήφθησαν σε Ανθολογία νέων ποιητών, η οποία εκδόθηκε από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, καθώς και σε Ανθολογία Κυπρίων ποιητών που κυκλοφόρησε στη Μόσχα στη ρωσική γλώσσα.
Όταν επέστρεψε στην Κύπρο, ο Δώρος Λοΐζου άρχισε να μελετά με πάθος τη μαρξιστική ιδεολογία, επιδιώκοντας να αποκτήσει το θεωρητικό υπόβαθρο για την πρακτική δράση, ως οργανωτικός γραμματέας της ΕΔΕΝ. Η στάση ζωής για τον Δώρο Λοΐζο είναι αυτή που εκφράζεται μέσα από το πιο γνωστό του ποίημα, το οποίο ονόμασε «Το τραγούδι του λεύτερου» και το οποίο μετουσίωσε σε πράξη: «(…) Μα εγώ θα ξαναρίξω τα μαλλιά μου πίσω / θα ξαναφορέσω το ματωμένο πρόσωπο, ανάποδα / και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες / με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα / να διεκδικήσω: Ψωμί και Ελευθερία» (ό.π., σελ. 49).
Ως ποιητής, ως διανοούμενος και οργανωτικό στέλεχος της ΕΔΕΚ και της ΕΔΕΝ, ο Δώρος Λοΐζου είχε μια πολυδιάστατη αντιστασιακή δράση. Ανέλαβε μάλιστα πρωτοβουλία και απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, καταδικάζοντας τον σφαγιασμό του Βιετναμικού λαού. Από τη θέση του οργανωτικού γραμματέα της ΕΔΕΝ και του διευθυντή της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Έκφραση» ο Δώρος Λοΐζου συμμετείχε στην καθημερινή πάλη ενάντια στις δυνάμεις της τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν η ΕΟΚΑ Β΄ και η Χούντα, οι οποίες καταδυνάστευαν τη ζωή στην Κύπρο, σε όλο της το φάσμα, την πολιτική, την κοινωνική, την ιδεολογική της διάσταση.
Μόλις έγινε γνωστό ότι η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β’ είχαν θέσει σε εφαρμογή τα πραξικοπηματικά σχέδια για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, ο Δώρος Λοΐζου προσέτρεξε στα γραφεία της ΕΔΕΚ και οργάνωσε, σε συνεργασία με άλλα στελέχη του κόμματος, μιαν ομάδα για ένοπλη αντίσταση. Η ομάδα κατευθύνθηκε προς την Αρχιεπισκοπή, όπου, όπως υπολόγιζαν, θα δινόταν η κυριότερη μάχη για απόκρουση του πραξικοπήματος. Διαπίστωσαν, όμως, ότι εκεί βρίσκονταν ήδη πολλοί πολίτες και αστυνομικοί.
Τότε αποφάσισαν να μεταβούν στο Καϊμακλί, για να μετατρέψουν το προάστιο σε προπύργιο της Δημοκρατίας. Η άνιση μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις της Δημοκρατίας από τη μια (που ήταν εξοπλισμένες με λιανοντούφεκα) και των δυνάμεων της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ από την άλλη (που είχαν στη διάθεσή τους άρματα μάχης και βαρέα όπλα) κράτησε σχεδόν δύο μέρες. Ο Δώρος Λοΐζου κατάφερε να διαφύγει και κρύφτηκε σε φιλικό σπίτι, για να αποφύγει τη σύλληψη. Μαζί με δύο συναγωνιστές του επιχείρησαν να μεταβούν στα βουνά, για να μην πέσουν στα χέρια των πραξικοπηματιών, οι οποίοι είχαν ήδη γεμίσει τις φυλακές με δημοκράτες.
Παρά το γεγονός ότι άρχισε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974, οι χουντικοί αξιωματικοί και τα μέλη της ΕΟΚΑ Β’ εξακολουθούσαν να διώκουν γνωστούς δημοκράτες και φιλομακαριακούς. Ο Δώρος Λοΐζου απέρριψε τις παροτρύνσεις να φυγαδευτεί στις ΗΠΑ. Αντίθετα, άρχισε να δραστηριοποιείται για την ανασυγκρότηση του κόμματος και συνέβαλε στις πρώτες εκδόσεις της εφημερίδας «Τα Νέα», η οποία ήταν το εκφραστικό όργανο της ΕΔΕΚ. Τότε η εφημερίδα παρουσιαζόταν με λευκές στήλες, στα άρθρα που είχαν λογοκριθεί. Μάλιστα, βοήθησε μέχρι και στη διανομή της εφημερίδας στα περίπτερα.
Προς τα τέλη Ιουλίου επέστρεψε στο σπίτι του, παρά τους κινδύνους. Λίγες μέρες αργότερα, την 1η Αυγούστου, δύο αστυνομικοί επέδραμαν στο σπίτι του, με το δικαιολογητικό ότι αναζητούσαν παράνομο οπλισμό. Τελικά, αφού προκάλεσαν αναστάτωση στο σπίτι του, οδήγησαν τον ίδιο για ανάκριση στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου. Εκεί κρατήθηκε για δύο μέρες. Όταν αφέθηκε ελεύθερος ξανάρχισε τις δραστηριότητές του για την ανασύσταση των οργανωτικών δομών της ΕΔΕΚ και της ΕΔΕΝ. Προς τα τέλη Αυγούστου άρχισε να συνοδεύει τον πρόεδρο της ΕΔΕΚ, Βάσο Λυσσαρίδη, ο οποίος βρισκόταν συνεχώς στο στόχαστρο της ΕΟΚΑ Β΄.
Ένα πρωί, στις 30 Αυγούστου 1974, ο Δώρος Λοΐζου οδηγούσε το αυτοκίνητό του, με συνεπιβάτες τη γυναίκα του Βαρβάρα και τον πρόεδρο της ΕΔΕΚ Βάσο Λυσσαρίδη. Η γυναίκα του τον συνόδευε όσο πιο συχνά μπορούσε, γεμάτη ανησυχίες για τις πληροφορίες που έφθαναν συνεχώς, όσον αφορά τη δράση και τις προθέσεις ανεξέλεγκτων και αμετανόητων στοιχείων της ΕΟΚΑ Β΄. Τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής ήδη βρίσκονταν εντεύθεν των πυλών, σκορπώντας τον θάνατο και την καταστροφή, ξεκληρίζοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους από τα σπίτια τους. Η προδοσία είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Ο Δώρος Λοΐζου, ο Βάσος Λυσσαρίδης και η Βαρβάρα Λοΐζου κατευθύνονταν προς τα γραφεία της ΕΔΕΚ, όταν δέχθηκαν πυροβολισμούς, λίγα μέτρα προτού φθάσουν στον προορισμό τους, στον κυκλικό κόμβο του ΟΧΙ, στη Λευκωσία. Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκε ο Δώρος Λοΐζου, ο οποίος είχε καταβάλει ύστατη προσπάθεια να αναπτύξει ταχύτητα, για να αποφύγει τις δολοφονικές σφαίρες. Η γυναίκα του, Βαρβάρα, τραυματίστηκε, όπως επίσης και ο περαστικός Χρυσήλιος Μαυρομάτης, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα. Ο Βάσος Λυσσαρίδης, ως εκ θαύματος, δεν έπαθε τίποτε. Το έγκλημα προκάλεσε αναστάτωση και ένα κύμα διαμαρτυρίας εναντίον των τρομοκρατών της ΕΟΚΑ Β’, αλλά και των κυβερνώντων (υπό τον Γλαύκο Κληρίδη), που κατηγορήθηκαν ότι δεν έπραξαν όσα θα μπορούσαν, για να περιορίσουν τη δράση των εγκληματικών στοιχείων της ΕΟΚΑ Β’.
Ο ίδιος ο Δώρος Λοΐζου έγραψε τους ακόλουθους «προφητικούς» στίχους, που αναδημοσιεύτηκαν στον τόμο «Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης», Εισαγωγή Λεύκιος Ζαφειρίου, Επιμέλεια Λ. Ζαφειρίου-Λουκάς Αξελός, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1985:
Πάντως
Εμείς θα τους αντισταθούμε
Όποιοι και νάναι
Όσο δυνατοί και νάναι.
Γιατί γράφω;
Μα για να υπερασπιστώ
Το αθώο μου αίμα.
Μετά τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου εκδόθηκαν τα ποιήματά του στην Αθήνα, στα τέλη του 1974, με τίτλο «Ψωμί και ελευθερία». Το παρόν βιογραφικό σημείωμα αντλεί στοιχεία από την εισαγωγή «Ο αγωνιστής ποιητής Δώρος Λοϊζου», του Κώστα Νικολαΐδη.