Ο Παναγιώτης ήταν γνωστός υποστηρικτής του Μακαρίου, αφού ήταν οργανωμένος σε ομάδα αντιστασιακών στη Λεμεσό. Πολλές φορές έθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο για να συμβάλει στην προάσπιση της Δημοκρατίας από τις επιβουλές της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’. Το πτώμα του βρέθηκε στην παραλία απέναντι από το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας στην Αμαθούντα.
Γεννήθηκε στον Άγιο Θεράποντα Λεμεσού την 1.4. 1941. Ήταν το δεύτερο παιδί του Βλαδίμηρου και της Καλλιόπης, οι οποίοι είχαν άλλες τρεις κόρες. Μεγαλωμένος μέσα στη φτωχή αγροτική οικογένεια, ο Παναγιώτης, μόλις τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του, εργάστηκε αρκετά χρόνια ως οικοδόμος κυρίως στο Ακρωτήρι, για τα προς το ζην. Σε ηλικία 25 ετών παντρεύτηκε την Ελένη, από τη Βάσα Κοιλανίου και εγκαταστάθηκαν στη Λεμεσό. Απέκτησαν δυο παιδιά, τον Γιαννάκη (1965) και τον Βλαδίμηρο (1969).
Υπηρέτησε ως ειδικός αστυνομικός για τέσσερα χρόνια, από το 1966 μέχρι το 1971. Αργότερα όμως προσελήφθη στην Α.Η.Κ ως θυρωρός στον Hλεκτροπαραγωγικό Σταθμό της Μονής (χωρίς να δικαιούται χρήση όπλου), από όπου και απήχθη στις 16.7.1974 από ομάδα επτά μελών της ΕΟΚΑ Β’, ενώ βρισκόταν σε υπηρεσία.
Ο Παναγιώτης ήταν γνωστός υποστηρικτής του Μακαρίου. Ήταν οργανωμένος σε ομάδα αντιστασιακών που σύστησε ο Μενέλαος Κανάκης στη Λεμεσό. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του, συνεργαζόταν με την αστυνομία για καταστολή της παράνομης δράσης της ΕΟΚΑ Β΄. Συχνά βρισκόταν υπό παρακολούθηση από μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ και λαμβάνοντας μέτρα προφύλαξης κατά διαστήματα δεν επέστρεφε στο σπίτι του όταν έφευγε από την εργασία του. Η οικογένειά του γνώριζε ελάχιστα για τη δράση του στις ομάδες πολιτοφυλακής, ενώ ήταν σαφέστατο ότι ο Παναγιώτης βρισκόταν συνεχώς σε κίνδυνο.
Στις 15.7.74 ο Παναγιώτης βρισκόταν στη δουλειά του στον Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό της Α.Η.Κ. στη Μονή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συναδέλφων του. Με την έναρξη του πραξικοπήματος, ενώ όλοι οι εργαζόμενοι στον Σταθμό εγκατέλειπαν τις θέσεις τους για λόγους ασφαλείας, ο Παναγιώτης παρέμεινε στο καθήκον του. Παρόλες τις προτροπές τους να κατευθυνθεί μαζί τους προς τη Λεμεσό, ο Παναγιώτης παρέμεινε πιστός φύλακας του Σταθμού, αν και γνώριζε ότι ήταν στόχος για τους πραξικοπηματίες. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, ο Παναγιώτης συνελήφθη από ομάδα επτά ατόμων στον Σταθμό και οδηγήθηκε σε ένα τζιπ.
Στη συνέχεια τα άτομα αυτά θεάθηκαν στο Πεντάκωμο να αγοράζουν καρπούζια, ενώ ο Παναγιώτης κρατούνταν μέσα στο αυτοκίνητο. Ακολούθως, σύμφωνα με μαρτυρία καλογριάς που γνώριζε τον Παναγιώτη, τον κατέβασαν έξω από τον Άγιο Γεώργιο Αλαμάνου, όπου και τον πυροβόλησαν στα πόδια. Στη συνέχεια, ενώ ο Παναγιώτης ήταν τραυματισμένος στο αυτοκίνητο, κατέβηκαν στον Αστυνομικό Σταθμό της Μονής, όπου και διασκέδαζαν, τρώγοντας καρπούζια… Το πτώμα του Παναγιώτη βρέθηκε στην παραλία, απέναντι από το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας στην Αμαθούντα.
Το έγκλημα σε βάρος του Παναγιώτη Βλαδιμήρου συνδέθηκε με τον «φόνο των τεσσάρων» στον Άγιο Τύχωνα. Στις δίκες που έγιναν για την απάνθρωπη δολοφονία των Χαράλαμπου και Αναστάσιου Χριστοφή, Παντελάκη Χαραλάμπους και Χριστάκη Κόμπου, ορισμένοι από τους 173 μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν ότι η ίδια ομάδα των επτά ατόμων που κατηγορούνταν θεάθηκε να κυκλοφορεί με τζιπ, μέσα στο οποίο είδαν τον Παναγιώτη Βλαδιμήρου.
Οι επτά κατηγορούμενοι ήταν: Ανδρέας Ππουρής, Μιχαλάκης Στόκκος, Χαράλαμπος Φούρναρης, Γεώργιος Αγιώτης, Χαράλαμπος Μανώλη, Μιχαλάκης Παχνιώτης, Χριστάκης Παύλου. Τα επτά αυτά άτομα καταδικάστηκαν για παράνομη κατοχή όπλων και για άσκηση βίας εναντίον της Δημοκρατίας.