Παρόλο που ήταν ακόμη μαθητής και δεν ήξερε από όπλα, ο Ανδρέας Μακαρίου επιβιβάστηκε σε λεωφορείο, μαζί με άλλους αντιστασιακούς στην πορεία προς τη Λεμεσό, με σκοπό να ενισχύσουν όσους πολεμούσαν εναντίον των υπέρτερων δυνάμεων της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ την ημέρα του πραξικοπήματος. Ο θάνατος παραμόνευε για τον Α. Μακαρίου, καθώς και για άλλους αντιστασιακούς στο Κολόσσι, όπου μέλη της ΕΟΚΑ Β’ είχαν στήσει ενέδρα.
Ο Ανδρέας Μακαρίου είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας του Κώστα και της Εύας Μακαρίου και γεννήθηκε στις 20.7.1957 στην Τάλα. Η οικογένεια έχει ακόμα τρεις κόρες. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Έμπας και ακολούθως στο Λιασίδειο Λύκειο Πάφου, από το 1969 μέχρι και τον θάνατό του, το 1974.
Ο Ανδρέας ήταν πολύ έξυπνος σύμφωνα με μαρτυρία της μητέρας του, γιατί ενώ δεν μελετούσε ιδιαίτερα, έπαιρνε πάντοτε πολύ καλούς βαθμούς. Όνειρο του Ανδρέα ήταν να συνεχίσει για σπουδές στην Ελλάδα.
Τη μαύρη εκείνη μέρα του Ιούλη του Ι974 ο Ανδρέας βρισκόταν με τον πολύ καλό του φίλο, Μιχαλάκη Μιχαηλίδη (ο οποίος σήμερα είναι υψηλόβαθμoς αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς) και με τη μικρότερη αδελφή του στο Πισσούρι για να κόψουν σταφύλια, αφού τότε η Πάφος δεν είχε δουλειές για τους μαθητές κατά τις καλοκαιρινές διακοπές. Στο άκουσμα της είδησης πως η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β’ προχώρησαν σε πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου, ο Ανδρέας δεν το πολυσκέφτηκε. Επέστρεψε πίσω στην Πάφο και με άλλους αγωνιστές της αντίστασης συγκεντρώθηκαν στον Αστυνομικό Σταθμό Πάφου. Εκεί πήραν όπλα, μπήκαν σε φορτηγά και ξεκίνησαν για τη Λεμεσό για να αντιμετωπίσουν τους πραξικοπηματίες. Όμως έπεσαν σε ενέδρα μελών της ΕΟΚΑ Β’ στο Κολόσσι. Όταν την επόμενη μέρα δεν επέστρεψε στο σπίτι του, στελέχη της ΕΟΚΑ Β’ τηλεφώνησαν στο κοινοτικό τηλέφωνο της Έμπας (εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο σε κάθε κοινότητα) και ζήτησαν τον Κώστα Μακαρίου, πατέρα του Ανδρέα. Του άφησαν ένα μήνυμα: ότι δηλαδή θα του στείλουν τον γιο του σε λίγο. Στην παράκληση του πατέρα να αφήσουν τον γιο του να του μιλήσει, η απάντηση ήταν ότι δεν μπορούσαν γιατί κοιμόταν… Στις Ι7.7.Ι974 ο πατέρας, όπως αφηγείται ο ίδιος, μετέβη στη Λεμεσό. Φτάνοντας στο Νοσοκομείο της πόλης, πήγε στο νεκροτομείο, όμως εκεί τον πληροφόρησαν πως ο γιος του ήταν στις Πρώτες Βοήθειες, χωρίς οποιαδήποτε άλλη πληροφορία. Εκεί απλώς τον ενημέρωσαν πως ο γιος του είχε πεθάνει. Κάποιος Μιχάλης, που εργαζόταν στο Κοιμητήριο, γνωστός της οικογένειας, τον ενημέρωσε πώς ήταν θαμμένος εκεί. Ο Ανδρέας τάφηκε σε ομαδικό τάφο. Ο κύριος Μιχάλης του εκμυστηρεύτηκε πως ο ιερέας αρνήθηκε να τους θάψει στην αρχή, γιατί τα πρωτοπαλίκαρα της ΕΟΚΑ Β’ τους ξεγύμνωσαν. Τελικά τους τοποθέτησαν μέσα σε κουβέρτες και έτσι ο Ιερέας μπόρεσε να τελέσει την κηδεία των νεκρών παλικαριών.
Συνεχίζοντας, ο πατέρας του Ανδρέα Μακαρίου αναφέρει πως επέστρεψε στην Πάφο και ενημέρωσε την οικογένειά του. Σύμφωνα με πληροφορίες που περισυνέλεξε ο πατέρας, ο γιος του δέχτηκε μία χειροβομβίδα, ενώ βρισκόταν μέσα στο φορτηγό που τους μετέφερε στη Λεμεσό. Τόσο η μητέρα, όσο και ο πατέρας συγκινήθηκαν ιδιαίτερα όταν η πολιτεία τίμησε το παιδί τους, όπως και όλους του νεκρούς του πραξικοπήματος, με το μετάλλιο του «Προασπιστή της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας» στις Ι5 Ιουλίου 2003 στο Προεδρικό Μέγαρο. Επισημαίνει ότι ήταν η πρώτη φορά που η πολιτεία τιμούσε ουσιαστικά τη μνήμη, αλλά και την προσφορά αυτών των ανθρώπων.
Στην ερώτηση πώς νιώθει σήμερα, 30 χρόνια μετά, η μητέρα απαντά πως ο Ανδρέας βρίσκεται πάντοτε μαζί τους, είτε είναι Χριστούγεννα, είτε Πάσχα. Όμως δεν μπορεί να ξεχάσει τις μαύρες εκείνες μέρες. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν οι υποστηριχτές του πραξικοπήματος στην Έμπα φώναζαν στους δρόμους «“για όσους λείπουν ετοιμάστε σεντούκια’’» καταλήγει η μητέρα.