Ο φόνος των τεσσάρων του Αγίου Τύχωνα αποτελεί ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα της σύγχρονης Κυπριακής ιστορίας. Ο Χριστάκης Κόμπος δολοφονήθηκε από εοκαβητατζήδες μαζί με τρία νεαρά παιδιά, τα αδέλφια Χαράλαμπο και Αναστάση Χριστοφή και τον φίλο τους Παντελάκη Χαραλάμπους, που προθυμοποιήθηκαν στη διάρκεια του πραξικοπήματος να βοηθήσουν αστυνομικούς του Εφεδρικού Σώματος.
Ο Χριστάκης Κόμπος, γεννημένος στη Λεμεσό, στις 29.3.1950, ήταν το έκτο από τα εννιά παιδιά της Ελένης και του Πέτρου Κόμπου. Αποφοίτησε από το Β’ Γυμνάσιο Λεμεσού και αγαπημένο του άθλημα ήταν το ποδόσφαιρο. Από τον αδελφό του, Ματθαίο, χαρακτηρίζεται ως ένας ήσυχος άνθρωπος και πάντα χαμογελαστός. Η απόφασή του να ενταχθεί στο Εφεδρικό Σώμα αποδείχθηκε μοιραία, αφού έμελλε να του στοιχίσει την ίδια τη ζωή του.
Όπως εξιστορεί ο αδελφός του Ματθαίος, στις 15 Ιουλίου 1974, το στρατιωτικό σώμα, όπου υπηρετούσε ο Χριστάκης, βρισκόταν στο Μετόχι του Κύκκου. Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος, μεταβήκανε στο Προεδρικό Μέγαρο για να υπερασπίσουν την Κυπριακή Δημοκρατία και τον νόμιμα εκλεγμένο Πρόεδρο Μακάριο. Μετά από μάχες με τα στρατιωτικά τμήματα των πραξικοπηματιών ανατροπέων και την ΕΟΚΑ Β΄, αστυνομικοί του Εφεδρικού Σώματος αποφάσισαν να φυγαδεύσουν τον Μακάριο. Ανάμεσα τους ήταν και ο Χριστάκης Κόμπος.
Κατευθύνθηκαν προς τον Κύκκο, ενώ ο προορισμός τους ήταν η Πάφος. Φτάνοντας στο χωριό Κλήρου, ο αστυνομικός Γιώργος Βρούντος ισχυρίστηκε ότι αρρώστησε και ο Χριστάκης προθυμοποιήθηκε να τον μεταφέρει στη Λεμεσό. Αποσπάστηκαν από την υπόλοιπη ομάδα και, επειδή αντιλήφθησαν ότι τους εντόπισαν μέλη της ΕΟΚΑ Β΄, βρήκαν καταφύγιο σε ένα σπίτι, αλλάζοντας τα αστυνομικά τους ρούχα με πολιτικά. Μετά από τη σύλληψη και ανάκρισή τους, αποφάσισαν να διανυχτερεύσουν στο σχολείο του χωριού Φικάρδου. Στη συνέχεια, τα αδέλφια Χαράλαμπος και Αναστάσης Χριστοφή (Σιαμμά), από το Φικάρδου, προθυμοποιήθηκαν να τους μεταφέρουν με το αυτοκίνητό τους στη Λεμεσό, με συνοδεία και του φίλου τους, Παντελάκη Χαραλάμπους, από το χωριό Λαζανιά.
Φτάνοντας στην Παρεκκλησιά, ανακόπηκαν από παράνομους τις ΕΟΚΑ Β΄ και συνελήφθησαν. Τη στιγμή που ανακρίνονταν, από την περιοχή περνούσε ο Α. Νεοκλέους καθοδόν προς τη Λευκωσία, όπου θα ορκιζόταν «Υπουργός» της πραξικοπηματικής «κυβέρνησης» του Ν. Σαμψών.
Ο Α. Νεοκλέους, σύμφωνα με ισχυρισμό του Γ. Βρούντου, έδωσε εντολή, ώστε ο συγχωριανός του Γ. Βρούντος να οδηγηθεί με συνοδεία μελών της ΕΟΚΑ Β΄ στο στρατόπεδο Πολεμιδιών. Από την άλλη, ο Χριστάκης Κόμπος και τα τρία ξαδέλφια απήχθησαν και τα ίχνη τους εξαφανίστηκαν εκείνη την ημέρα, 16 Ιουλίου 1974. Έξι μέρες μετά, ο πατέρας των δύο αδελφών Σιαμμά πήγε στην Αστυνομία, ψάχνοντας τα δύο του παιδιά. Εκεί συνάντησε έναν αστυνομικό, εξάδελφο του Χριστάκη Κόμπου, ο οποίος πήγε στην Παρεκκλησιά, αναζητώντας το αυτοκίνητο των παιδιών. Κάποιοι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, αλλά τελικά ο αστυνομικός κατάφερε να εντοπίσει το αυτοκίνητο.
Λίγες μέρες αργότερα, σε σκουπιδότοπο στην περιοχή Αγίου Τύχωνα ανακάλυψε θαμμένο πτώμα, του οποίου το ένα χέρι εξείχε από το χώμα. Τότε επέστρεψε στη Λεμεσό, για να το αναφέρει τον αστυνομικό διευθυντή, ο οποίος ήταν πραξικοπηματίας.
Ο τελευταίος του είπε να μην ασχοληθεί, γιατί επρόκειτο για Τούρκους. Μετά από επιμονή του αστυνομικού, έσκαψαν στην περιοχή και ανακάλυψαν τέσσερα πτώματα.
Ο πατέρας των αδελφών Χριστοφή (Σιαμμά) ανέφερε στην Αστυνομία ότι ο γιος του φορούσε ένα ρολόι στο οποίο αναγραφόταν η λέξη ΟΜΟΝΟΙΑ. Τα πτώματα όμως που είχαν ανακαλυφθεί δεν έφεραν καθόλου προσωπικά αντικείμενα, ενώ οι δολοφόνοι τους τοποθέτησαν ανακατεμένα στις τσέπες τις ταυτότητες τους. Επίσης, υπήρχαν ίχνη κακοποίησης στα νεκρά κορμιά των τεσσάρων νεαρών.
Ο Χριστάκης Κόμπος τάφηκε στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου στη Λεμεσό. Επτά άτομα συνελήφθησαν το 1977 σε σχέση με το έγκλημα. Τελικά καταδικάστηκαν για ανατρεπτικές ενέργειες κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.