Η αφοσίωση του Αθανάσιου Γεωργίου στη Δημοκρατία και στον νόμιμα εκλελεγμένο Πρόεδρο Μακάριο τον οδήγησε στις επάλξεις του καθήκοντος. Στην Αρχιεπισκοπή επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση και η επίθεση από τους πραξικοπηματίες στις 15 Ιουλίου 1974 ήταν σφοδρότατη. Ο Αθανάσης αντιστάθηκε με πάθος και τόλμη στον φασισμό, θυσιάζοντας τη ζωή του για την αγαπημένη του πατρίδα. Δολοφονήθηκε μαζί με άλλους δημοκρατικούς πολίτες από το χουντικό στράτευμα και την ΕΟΚΑ Β΄. Ήταν το μοναδικό θύμα μέσα στην Αρχιεπισκοπή.
Ο Αθανάσιος Γεωργίου γεννήθηκε στις 6.1.1947 στο χωριό Αμαργέτη. Οι γονείς του, Δήμητρα και Χριστόφορος, είχαν άλλα εννιά παιδιά και ο Αθανάσης, όπως τον φώναζαν, ήταν ο δεύτερος στη σειρά. Τελείωσε το Γυμνάσιο Πάφου και επειδή αγαπούσε τα ζώα ονειρευόταν να φτιάξει μία φάρμα με ζώα. Τελικά το 1973 εντάχθηκε στο Αστυνομικό Σώμα και υπηρετούσε στη φρουρά της Αρχιεπισκοπής. Ήταν παντρεμένος με την Ανδρούλα, αλλά ο γάμος τους διάρκεσε λιγότερο από ένα χρόνο, αφού ο Αθανάσης Γεωργίου δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.
Στις 14 Ιουλίου 1974, ο Αθανάσης βρισκόταν σε υπηρεσία στη βραδινή βάρδια, συνοδεύοντας τον Πρόεδρο Μακάριο κατά την επιστροφή του από το Τρόοδος. Επέστρεψε στο σπίτι του η ώρα 7 το πρωί, ενώ η γυναίκα του είχε ήδη φύγει για την Ψυχιατρική Πτέρυγα, όπου εργαζόταν στο νοσηλευτικό προσωπικό. Στο σπίτι βρισκόταν η αδερφή του, η Χαρίκλεια.
Στις 8.20 το πρωί, στο άκουσμα των σειρήνων, ο Αθανάσης αποφάσισε να επιστρέψει στην υπηρεσία του. Η αδερφή του, μαζί με τη σπιτονοικοκυρά του, προσπάθησαν να τον σταματήσουν. Ήταν άυπνος και νηστικός, αλλά η αφοσίωσή του στη Δημοκρατία και στον νόμιμα εκλελεγμένο Πρόεδρο Μακάριο, τον οδήγησε πίσω στο καθήκον του.
Στην Αρχιεπισκοπή επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση. Οι πραξικοπηματίες έβαλλαν εναντίον του κτιρίου με κάθε διαθέσιμο μέσο. Ο Αθανάσιος αντιστάθηκε με πάθος και τόλμη στον φασισμό, θυσιάζοντας τη ζωή του για την αγαπημένη του πατρίδα. Ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Βαρνάβας, ήταν από τους τελευταίους που τον είδαν ζωντανό. Αφού πια το δικό του γραφείο κάηκε ολοσχερώς, πήγε μαζί με άλλους στο γραφείο της Αρχιεπισκοπής, που βρισκόταν απέναντι από το άγαλμα της Ελευθερίας. Οι φασίστες βρίσκονταν εκεί πυροβολώντας κατά της Αρχιεπισκοπής. Γύρω στις 4.00 το απόγευμα κάποιοι από τους πυροβολισμούς έπληξαν τον αστυνομικό Αθανάσιο Γεωργίου.
Στο μεταξύ, η γυναίκα του Αθανάση, Ανδρούλα, βρισκόταν στη δουλειά της και αγωνιούσε για τη ζωή του συζύγου της. Προσπαθούσε να τηλεφωνήσει, αλλά τα τηλέφωνα δεν λειτουργούσαν. Παρακαλούσε τον υπεύθυνο να την αφήσει να φύγει, μα δεν την άφηνε, επειδή η κατάσταση ήταν επικίνδυνη. Έμεινε στον χώρο του Ψυχιατρείου μέχρι την Τρίτη το απόγευμα. Όταν έφτασε στο σπίτι, μαζί με την κουνιάδα της άρχισαν να ψάχνουν για τον αγαπημένο τους Αθανάσιο.
Πήγαν στο Νοσοκομείο και τον αναζητούσαν ανάμεσα στους τραυματίες. Δεν τον βρήκαν εκεί και οι πραξικοπηματίες φρουροί δεν επέτρεψαν στους άλλους τραυματίες να δώσουν πληροφορίες. Επέστρεψαν στο σπίτι, ελπίζοντας ότι ο Αθανάσιος θα βρίσκεται κάπου ζωντανός, ίσως στις Κεντρικές Φυλακές, όπου κρατούνταν όλοι οι αντιστασιακοί. Δυστυχώς μέχρι τις 20 Ιουλίου δεν έμαθαν νέα του. Μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής, οι Κεντρικές Φυλακές άνοιξαν και όλοι οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Αθανάσιος δεν ήταν ανάμεσά τους. Κάποιος γνωστός που δούλευε στην Αρχιεπισκοπή, τους είπε να ρωτήσουν τον ιερέα του Κοιμητηρίου Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Όταν έφτασαν εκεί, ο πατήρ Παπάτσεστος τους πληροφόρησε ότι στις 16 Ιουλίου πραξικοπηματίες μετέφεραν με φορτηγά νεκρούς και με μπουλντόζα έσκαψαν έναν ομαδικό τάφο, όπου τους έριξαν. Μπορούσε να θυμηθεί ότι ένα από τα πτώματα είχε ένα χρυσό δόντι. Ήταν ο Αθανάσης Γεωργίου, ο οποίος μαζί με άλλους δημοκρατικούς ένστολους και πολίτες δολοφονήθηκαν από τη χουντοκρατούμενη Εθνική Φρουρά και την ΕΟΚΑ Β΄.