Ευσυνείδητος αστυνομικός, Μιχαλάκης Χριστοδούλου, αφού πολέμησε γενναία εναντίον των ανόσιων πραξικοπηματιών και των επιδρομέων, ακούγοντας μέσα στη γενική καταστροφή τη συμβουλή του συναγωνιστή του Α. Χρίστου, συμφώνησε να παραδοθεί και βγήκε από το φυλάκιο με τα χέρια ψηλά. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός και, όπως θυμάται ο Ανδρέας Χρίστου, έπεσε πίσω στο φυλάκιο το κορμί του Μιχαλάκη με ένα τραύμα στο κεφάλι.
Ο Μιχαλάκης Χριστοδούλου γεννήθηκε στο χωριό Παναγιά στις 11.9.1944. Οι γονείς του, Χριστόδουλος και Μυροφόρα, είχαν ακόμα τρία παιδιά, τον Αντώνη, τον Θεολόγο και τη Μαρία. Ο Μιχαλάκης ήταν ο δεύτερος στη σειρά και αποφοίτησε από το Ελληνικό Κολλέγιο Πάφου.
Αγαπούσε πολύ τη μουσική και γνώριζε πολύ καλά το αγαπημένο του μουσικό όργανο, το βιολί. Το 1965 υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά και σε γράμμα που έστειλε στους γονείς του, προσπαθούσε να τους καθησυχάσει, λέγοντας τους ότι είναι πολύ τυχερός, διότι σε ένα δυστύχημα, οδηγώντας το μοτοποδήλατο του, δεν έπαθε τίποτα. «Ήμουν πολύ τυχερός», έγραψε.
Εννιά χρόνια αργότερα η τύχη του δεν τον βοήθησε έναντι των πραξικοπηματιών, όταν υπηρετούσε στο Αστυνομικό Σώμα. Την ίδια περίοδο ήταν δραστήριο μέλος της Ένωσης Αγωνιστών Πάφου και κατοικούσε στη Λευκωσία. Παντρεμένος με τη Μαρούλα και έχοντας ένα κοριτσάκι τριών χρονών, τη Λουίζα, αποχαιρέτησε για τελευταία φορά την οικογένειά του στις 15 Ιουλίου 1974.
Εκείνο το πρωινό ξεκίνησε για τη δουλειά του στο Αρχηγείο της Αστυνομίας. Η γυναίκα του με την έναρξη του πραξικοπήματος ανησύχησε, ενώ η αγωνία μεγάλωσε, όταν μέχρι το μεσημέρι δεν είχε νέα του. Ένας γείτονας πραξικοπηματίας, ντυμένος στρατιωτικά και οπλοφορώντας την έβρισε και φώναξε: «Σας φάγαμε τον Μούσκο, ρε Μούσκικοι!».
Το τηλέφωνο στο Αρχηγείο της Αστυνομίας δεν ανταποκρινόταν και έτσι η γυναίκα του ξεκίνησε προς αναζήτησή του. Όταν πλησίασε στην περιοχή του Αρχηγείου, οι πραξικοπηματίες που βρίσκονταν εκεί της φώναξαν να σταματήσει. Έστρεψαν το όπλο προς το μέρος της, ενώ εκείνη με τα χέρια ψηλά συνέχισε να προχωρά προς το Αρχηγείο.
Στη διαδρομή, στη δεξιά πλευρά του δρόμου, είδε ένα αυτοκίνητο εταιρείας αναψυκτικών αναποδογυρισμένο και δίπλα του ένα πτώμα. Αργότερα έμαθε ότι ο νεκρός ήταν ο Στέλιος Στυλιανού, οδηγός της συγκεκριμένης εταιρείας. Προχώρησε και στη γωνιά του Αρχηγείου είδε ακόμη ένα πτώμα, σκεπασμένο με κουβέρτα. Δεν έμαθε ποιος ήταν. Ακριβώς εκεί οι πραξικοπηματίες τη σταμάτησαν ξανά. Τους είπε ότι έψαχνε για τον άντρα της και αυτοί της είπαν ότι όλοι οι αστυνομικοί είχαν οδηγηθεί στις Κεντρικές Φυλακές. Επιστρέφοντας για το σπίτι, συνάντησε τις γυναίκες υπαλλήλους του Προεδρικού, αφού πια τις είχαν αφήσει ελεύθερες.
Το επόμενο πρωί, στις 16 Ιουλίου, παρακάλεσε τον πραξικοπηματία γείτονά της, να μάθει νέα για τον Μιχαλάκη. Το ίδιο απόγευμα ο ίδιος τους πληροφόρησε ότι ο Μιχαλάκης είναι νεκρός και όλοι οι σκοτωμένοι βρίσκονταν στο Κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία.
Η οικογένειά του πήγε αμέσως στο νεκροταφείο και βρέθηκε μπροστά σε ένα φρικιαστικό θέαμα. Μάρτυρας και η μόλις τριών χρονών κόρη του, η Λουίζα, που είδε μία μπουλντόζα να σκάβει τάφους για να θάψουν τους νεκρούς που ήταν πεταγμένοι μέσα σε ένα φορτηγό. Σαν σκυλιά ήθελαν να τους θάψουν, αφού οι λάκκοι που έσκαβαν ήταν έξω από το Κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Αντικρίζοντας το πτώμα του νεκρού Μιχαλάκη, η γυναίκα του με λυγμούς παρακαλούσε τους απάνθρωπους εγκληματίες να της επιτρέψουν να πάρει τον σύζυγό της και να του κάνει κανονική ταφή. Ήταν όμως ανένδοτοι και το μόνο που επέτρεψαν ήταν ο Μιχαλάκης να θαφτεί μόνος του και όχι στον ομαδικό τάφο, στον οποίο έριξαν τους υπόλοιπους.
Το ίδιο αδίστακτος ήταν και ο πραξικοπηματίας γείτονας της οικογένειας Χριστοδούλου. Όχι μόνο δεν σεβάστηκε τη θλίψη της χήρας συζύγου του Μ. Χριστοδούλου, αλλά επιπλέον, μπροστά στα μάτια της ορφανής κόρης του, ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού τους και πυροβολούσε χαμογελώντας για τα κατορθώματά του.
Ο αστυνομικός του Εφεδρικού Ανδρέας Χρίστου ήταν ο τελευταίος που είδε τον Μιχαλάκη ζωντανό. Με την έναρξη της επίθεσης στο Αρχηγείο, πολλοί αστυνομικοί πρόλαβαν να μπουν μέσα σε παρακείμενη αποθήκη. Ο Ανδρέας Χρίστου, βαριά πληγωμένος, σύρθηκε προς το φυλάκιο για να προστατευτεί. Ο Μιχαλάκης Χριστοδούλου έτρεξε προς το μέρος του πληγωμένου αστυνομικού. Οι πραξικοπηματίες τους φώναζαν να παραδοθούν, ενώ το φυλάκιο δεχόταν καταιγισμό πυροβολισμών.
Ο Ανδρέας Χρίστου εισηγήθηκε στον Μιχαλάκη να παραδοθεί πιστεύοντας ότι, επειδή ήταν άοπλος, δεν θα του έκαναν κακό. Μόλις φώναξε ότι θα παραδοθεί, έλληνας αξιωματικός διέταξε να σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Ο Μιχαλάκης Χριστοδούλου βγήκε από το φυλάκιο με το χέρια ψηλά. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Ανδρέας Χρίστου θυμάται το κορμί του Μιχαλάκη να πέφτει πίσω στο φυλάκιο με ένα τραύμα στο κεφάλι. Αξέχαστο θα του μείνει το γεμάτο ερωτηματικό βλέμμα του Μιχαλάκη, όταν τον κοίταξε πριν κλείσει τα μάτια για πάντα.
Στην ερώτηση αν ο Ανδρέας Χρίστου μπορούσε να αναγνωρίσει κάποιους από τους δολοφόνους, η απάντησή του ήταν αρνητική. Μπορούσε όμως να ξεχωρίσει ότι μαζί με τους στρατιωτικούς υπήρχαν και μέλη της ΕΟΚΑ Β΄. Κι αυτό γιατί κάποιοι είχαν μακριά μαλλιά και γένεια, ενώ οι στρατιώτες ήταν ψιλοκουρεμένοι και ξυρισμένοι. Οι πραξικοπηματίες δεν δίστασαν να ληστέψουν από το νεκρό κορμί του Μιχαλάκη Χριστοδούλου το ρολόι, την αρραβώνα και τα λεφτά που είχε στην τσέπη του. Επίσης, απέσπασαν το ραδιόφωνο από το αυτοκίνητο του, ενώ ξέσκισαν τα καθίσματα με τις ξιφολόγχες. Ο Μιχαλάκης Χριστοδούλου χάθηκε, αφού δέχτηκε καταιγισμό πυρών, προτού προλάβει να πάρει όπλο στα χέριά του το πρωινό της 15ης Ιουλίου, εξαιτίας του αιφνιδιαστικού τρόπου με τον οποίο πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’.