Οι συνωμοσίες σε βάρος της Κύπρου και του λαού της χρονολογούνταν από παλιά. Αυτό σκιαγραφείται ανάγλυφα από τη μαρτυρία του Σταύρου Κορνήλιου, αγωνιστή και πολιτικού κατάδικου της ΕΟΚΑ, ο οποίος ήταν από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στην αντιμετώπιση αυτών των συνωμοσιών: το 1963-1964 κατά τις διακοινοτικές ταραχές, το 1970 κατά την απόπειρα εναντίον της ζωής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από το Εθνικό Μέτωπο και τη δολοφονία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη.
Είχε πολύ στενές σχέσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ ο Σταύρος Κορνήλιος. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Γεννήθηκε το 1935 στην Παναγιά της Πάφου, στο χωριό από το οποίο καταγόταν και ο Μακάριος. Οι γονείς του ήταν αγρότες και η οικογένειά του πολυμελής, με έξι παιδιά. Ήταν ο μικρότερός της γόνος.
Όταν ξεσηκώθηκε ο κυπριακός λαός για αποτίναξη του βρετανικού ζυγού, ο Σταύρος Κορνήλιος μυήθηκε στην ΕΟΚΑ. Ορκίστηκε το 1956 από τον Μιχάλη Χάλιο, από το Καλό Χωριό Λεύκας. Έδρασε ως ομαδάρχης στην περιοχή του χωριού του, μέχρι που συνελήφθη από τους Βρετανούς στις 5 Σεπτεμβρίου 1957 στο χωριό Πεντάγια, με την κατηγορία ότι κατείχε φυλλάδια και έγγραφα της ΕΟΚΑ. Τον οδήγησαν στα κρατητήρια Λεύκας, όπου υπέστη τρομερά βασανιστήρια. Κρατήθηκε για δέκα μέρες.
Σε αυτό το διάστημα οι Βρετανοί ανακριτές προσπαθούσαν με κάθε μέσο να του αποσπάσουν ομολογία και πληροφορίες για την οργάνωση και τα μέλη της. Έσβηναν στο κορμί του τα τσιγάρα τους και τον κτυπούσαν. Άντεξε όμως, μέχρι που τον οδήγησαν στο Ειδικό Δικαστήριο Λευκωσίας, που τον έκρινε «ένοχο» και τον καταδίκασε σε τρία χρόνια φυλάκιση. Δεν τον χωρούσαν τα κελιά των Κεντρικών Φυλακών. Προφασίστηκε τον άρρωστο, προκειμένου να μεταφερθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Ο συγκρατούμενός του, Ματθαίος Κυπριανού, που εκτελούσε χρέη μάγειρα, τον προμήθευσε με ελαιόλαδο και κόκκινες καυτές πιπεριές. Άρχισε να κάνει εμετούς και η θερμοκρασία του σώματός του κτύπησε κόκκινο. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου υποβλήθηκε σε αχρείαστη εγχείριση αφαίρεσης της σκωληκοειδούς απόφυσης. Όταν όμως ετοιμαζόταν να δραπετεύσει, υπέστη περιτονίτιδα. Για ένα μήνα ήταν ετοιμοθάνατος, όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Τα μηνύματα για την εξέλιξη της υγείας μου, από τους γιατρούς Βάσο Βασιλόπουλο, Ανδρέα Δάφνιο και Τάκη Χριστόπουλο, ανάγκασαν την οργάνωση να ειδοποιήσει τους γονείς μου στην Παναγιά. Ήρθε η μητέρα μου στο νοσοκομείο, αλλά παρά τις διαμαρτυρίες της δεν την άφησαν να με δει. Τότε εγώ πείσμωσα και είπα ότι ο θεός δεν θα επιτρέψει να πεθάνω. Έτσι, με τη βοήθεια του θεού, έγινα καλά. Μεταφέρθηκα στις Κεντρικές Φυλακές, όπου παρέμεινα μέχρι που παραχωρήθηκε αμνηστία στις 28 Φεβρουαρίου 1959 με βάση τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου».