Η αντίστροφη μέτρηση για το πραξικόπημα του 1974 είχε αρχίσει, όταν επιβλήθηκε στην Ελλάδα η αμερικανοκίνητη στρατιωτική δικτατορία των «μαύρων συνταγματαρχών», με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, στις 21 Απριλίου 1967. Αμέσως έγινε λόγος για τον κίνδυνο πραξικοπήματος και στην Κύπρο, ώστε να παραμεριστεί ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος ήταν ανεπιθύμητος για το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τις φιλοδυτικές πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα για τη Χούντα. «Η εξουδετέρωση του Μακαρίου απέβη ένας από τους θεμελιώδεις στόχους της Ελληνικής πολιτικής επί Χούντας, με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ταυτιστεί, με ένα πιότερο εναγκαλισμό στα χρόνια της διακυβέρνησης του Νίξον», όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Stern (1978, σελ.117).
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, εθεωρείτο ως εμπόδιο σε διευθέτηση του Κυπριακού που θα εξυπηρετούσε τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις των δυτικών συμμάχων. Όπως αναφέρεται και στο πόρισμα για τον «Φάκελο της Κύπρου» της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων, στόχος των ΗΠΑ ήταν «να μπορούν να διατηρούν τον έλεγχο σ’ όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής» (Το Κυπριακό στη Βουλή των Ελλήνων, 1997, τ. Α’, σελ. 260).
Τα σχέδια αυτά εξυπηρετούνταν με την υπονομευτική, τρομοκρατική δράση που θα ανέπτυσσαν ξενοκίνητες οργανώσεις, το Εθνικό Μέτωπο και αργότερα η ΕΟΚΑ Β’, που ενισχύονταν και καθοδηγούνταν από τη Χούντα.
Εξαρχής η Χούντα έθεσε ως προτεραιότητά της να «κλείσει» το Κυπριακό, με μια κίνηση εντυπωσιασμού, ώστε να αποσείσει το βάρος των επικρίσεων, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό, για την κατάλυση της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και εκπονήθηκαν σχέδια για πραξικοπηματικό παραμερισμό του Μακαρίου, ο οποίος εθεωρείτο βασικό εμπόδιο για «φιλικό διακανονισμό» με τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, την Τουρκία. Οι πρωτοβουλίες της Χούντας όμως κατέληξαν σε φιάσκο. Κατά τη συνάντηση κορυφής στον Έβρο, τον Σεπτέμβριο του 1967, η Άγκυρα απέρριψε τις ενθουσιώδεις εισηγήσεις της Χούντας για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι της παραχώρησης στην Τουρκία μιας στρατιωτικής βάσης στο νησί.
Την ίδια περίοδο προέκυψε η κρίση της Κοφίνου, τον Νοέμβριο του 1967, όταν στρατεύματα της Εθνικής Φρουράς, με διαταγές του στρατηγού Γ. Γρίβα, αφού είχε δοθεί σχετική οδηγία από την Αθήνα (από το Γενικό Επιτελείο Στρατού), πραγματοποίησαν στρατιωτική επιχείρηση στον τουρκοκυπριακό θύλακα, για να διασφαλίσουν την ελεύθερη διακίνηση στην οδική αρτηρία Λευκωσίας – Λεμεσού.
Με αφορμή αυτά τα δύο γεγονότα, η Τουρκία άρχισε να επισείει την απειλή της εισβολής, η οποία αποσοβήθηκε μόνο μετά από συγκατάνευση της χουντικής κυβέρνησης σε δύο από τους τρεις όρους που έθεσε η Άγκυρα: να αποσυρθεί η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο και να αναχωρήσει από το νησί ο Γ. Γρίβας. Ο τρίτος όρος, που προνοούσε τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς, δεν έγινε δεκτός μετά από επιμονή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Σύμφωνα με το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τον «Φάκελο της Κύπρου», η ανάκληση της Ελληνικής Μεραρχίας «ενσαρκώνει πράξη εθνικής ντροπής, ενώ παράλληλα συνθέτει και σοβαρότατη αξιόποινη πράξη» (To Kυπριακό στη Βουλή των Ελλήνων, 1997, τ. Δ’, σελ. 251), καθότι, εάν παρέμενε στο νησί η Μεραρχία, η Τουρκία δεν θα αποτολμούσε την εισβολή το 1974, γιατί «θα πλήρωνε πολύ ακριβά ένα τέτοιο τόλμημά της». Παρά ταύτα, κατηγορούσαν τον Μακάριο ως «προδότη» και φανατίζονταν εναντίον του…
Οι λοιδορίες σε βάρος του Μακάριου είχαν αρχίσει από το 1959, με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, παρόλο που αυτές υπογράφτηκαν λόγω των πιέσεων από την ελληνική κυβέρνηση. Αλλά και το 1964 κατηγόρησαν τον Μακάριο ως «προδότη», επειδή απέρριψε την ψευδεπίγραφη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα που προνοούσε το Σχέδιο Άτσεσον, με το οποίο όμως η Τουρκία θα έβαζε πόδι στην Κύπρο, αμαχητί και νόμιμα.
Με τη βοήθεια και της Χούντας, η ενωτική παράταξη στην Κύπρο ενέτεινε την εκστρατεία εναντίον των «προδοτών ανθελλήνων» και του Μακαρίου. Μετά τα γεγονότα και τη δοκιμασία του 1967, όταν αποδείχθηκε ότι η Χούντα δεν θα μπορούσε (και δεν επιθυμούσε) να προασπίσει την Κύπρο σε μια ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, ο Μακάριος επισήμανε τον Ιανουάριο του 1968 τη διάσταση του εφικτού από το ευκταίο, γεγονός που προκάλεσε ακόμη περισσότερο το μένος από τη φανατική ενωτική παράταξη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκπονήθηκαν και εφαρμόστηκαν σχέδια για να παραμεριστεί ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και να διατηρηθεί ο έλεγχος του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στη γεωστρατηγική περιοχή της Μεσογείου. Τα σχέδια αυτά αποτελούσαν έξωθεν επέμβαση στα εσωτερικά ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους (από τις ΗΠΑ, τη Χούντα, την Τουρκία).
Σε όλα τα ιστορικά στάδια που ακολούθησαν, η δράση τρομοκρατικών οργανώσεων, που ενθαρρυνόταν έξωθεν, εκδηλωνόταν σε ένα συγκεκριμένο τρίπτυχο: α) φυσική εξόντωση του εκλελεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, β) υπονομευτική δράστηριότητα με στόχο την αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών, γ) πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου για κατάληψη της εξουσίας ή/και κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα σχέδια εξυφάνθηκαν και προωθήθηκαν με συνεργούς Κύπριους εθνικιστές και τρομοκρατικές οργανώσεις, το Εθνικό Μέτωπο και την ΕΟΚΑ Β’.
Το Εθνικό Μέτωπο έκανε γνωστή την ύπαρξή του μετά την έκβαση των προεδρικών εκλογών του 1968, όταν ο Μακάριος εξασφάλισε 96% των ψήφων. Η καταφανής εκλογική νίκη του Μακαρίου δεν μείωσε την πολεμική εναντίον του, παρόλο που ήταν νόμιμα εκλελεγμένος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκείνη την περίοδο προκαλούσε δυσαρέσκεια στην ενωτική παράταξη η έναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες αποσκοπούσαν σε ειρηνική διευθέτηση του Κυπριακού, με έναν ιστορικό συμβιβασμό. Το Εθνικό Μέτωπο έκανε την εμφάνισή του, δηλώνοντας ότι είχε τάξει ως στόχο του τη συνέχιση του ενωτικού αγώνα. Γι’ αυτό κατηγορούσε τους πάντες, κυρίως τον Μακάριο βεβαίως, ως «προδότες» και «ανθενωτικούς».
Η οργάνωση αυτή τέθηκε υπό τον έλεγχο χουντικών στελεχών του στρατού και ταυτίστηκε με αντιμακαριακά και φιλογριβικά στοιχεία. Χαρακτηριστικά, στα πρώτα της φυλλάδια η τρομοκρατική οργάνωση επέκρινε την κυπριακή κυβέρνηση ότι τηρούσε ανθενωτική προδοτική στάση. Το Εθνικό Μέτωπο, όπως αποκαλύφθηκε από έγγραφά του, είχε τις ρίζες του στο Β’ Γραφείο του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς και επιδίωκε την παράλυση του κρατικού μηχανισμού, με απώτερο στόχο την ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου. Τα μέσα που χρησιμοποίησε ήταν η πολιτική τρομοκρατία, οι δολοφονίες, οι βομβιστικές επιθέσεις, τα απειλητικά φυλλάδια κ.λπ. Τα στελέχη του Εθνικού Μετώπου ήταν ανομοιογενή στοιχεία (παλαιά μέλη της ΕΟΚΑ, ακροδεξιοί, εθνικιστές κ.ά.).
Η ΕΟΚΑ Β’ ιδρύθηκε το 1971, από τον πρώην αρχηγό της ΕΟΚΑ, Γεώργιο Γρίβα, ο οποίος ήρθε μυστικά στην Κύπρο για να πλήξει τον Μακάριο και την πολιτική του, χρησιμοποιώντας εθνικιστική φρασεολογία και υπό το προκάλυμμα του εθνικού στόχου της ένωσης. Για τον Γρίβα «προδότης» ήταν ο Μακάριος, δήθεν γιατί είχε εγκαταλείψει τον στόχο της ένωσης. Η συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού τασσόταν αναφανδόν υπέρ του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και της πολιτικής του γραμμής. Κι αυτό εκδηλωνόταν συνεχώς με παλλαϊκές διαδηλώσεις, καθώς επίσης και μέσω των προεδρικών εκλογών του 1968 και του 1973, καθώς επίσης μέσω των βουλευτικών εκλογών του 1970.
Από την άλλη, η ΕΟΚΑ Β’ επιχειρούσε να επιβάλει τις πολιτικές της απόψεις και να καταλάβει την εξουσία με δολοφονίες, με απόπειρες κατά της ζωής του «προδότη» Μακαρίου, με κλοπές οπλισμού, με απαγωγές, με βομβιστικές επιθέσεις, με προπαγανδιστικά φυλλάδια, με απειλές, με κακοποιήσεις κ.λπ.
Για αντιμετώπιση της τρομοκρατικής δράσης της ΕΟΚΑ Β’, η κυβέρνηση Μακαρίου συνέστησε το Εφεδρικό Σώμα της Αστυνομίας, το οποίο, συνεπικουρούμενο και από τις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για απόκρουση των συνωμοτικών σχεδίων της οργάνωσης.
Η ΕΟΚΑ Β’ εκπόνησε πολλά σχέδια πραξικοπήματος, υπό την καθοδήγηση της χούντας των Αθηνών και των υπηρετούντων στην Εθνική Φρουρά αξιωματικών. Αυτά συνέβαιναν ενόσω βρισκόταν εν ζωή ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Β’, Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος απεβίωσε στις 27 Ιανουαρίου 1974. Ένα από τα σχέδια πραξικοπήματος τελικά εκτελέστηκε στις 15 Ιουλίου 1974.
Σε όλη αυτή την περίοδο, από το 1972, όταν ανέλαβε δράση, μέχρι και τον Ιούλιο του 1974, η ΕΟΚΑ Β’, συνεπικουρούμενη από τη Χούντα, δημιούργησε συνθήκες ανατροπής της δημοκρατικής έννομης τάξης, παρόλο που ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος τουρκικής εισβολής.
Η Τουρκία επωφελήθηκε της ευκαιρίας και εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, σκορπώντας τον θάνατο και την καταστροφή, ξεριζώνοντας από τις πατρογονικές τους εστίες περίπου 200.000 πρόσφυγες. Με το σχέδιο «Αττίλας» τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής κατέλαβαν το 37% του κυπριακού εδάφους κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου. Για τον λόγο αυτό θεωρείται προδοτική ενέργεια εκ μέρους της ΕΟΚΑ Β’ και της Χούντας η διενέργεια του πραξικοπήματος εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, καθόσον με αυτό άνοιξαν τις κερκόπορτες της Κύπρου στον «Αττίλα».